Πολύς λόγος γίνεται για τις σχέσεις
Εκκλησίας και Πολιτείας και ορισμένοι πολιτικοί προτείνουν το χωρισμό Εκκλησίας
και κράτους. Οι περισσότεροι εξ αυτών δεν εξηγούν τι ακριβώς εννοούν και έτσι
το τοπίο μένει θολό. Οι οπαδοί του χωρισμού διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Σε
εκείνους που πιστεύουν καλοπροαίρετα ότι κάτι τέτοιο θα ωφελήσει και την
Εκκλησία. Και σε εκείνους που επηρεάζονται από μία ιδεολογική -κυρίως
μαρξίζουσα – αντιπάθεια προς την Εκκλησία και θέλουν να την περιθωριοποιήσουν.
Δείτε ορισμένες επισημάνσεις:
Δείτε ορισμένες επισημάνσεις:
Σχετικά με το Σύνταγμα.
Οι περισσότεροι στέκονται στο άρθρο 3
περί επικρατούσης θρησκείας και στο άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας.
Πιστεύουμε, ότι σημαντικότερη διάταξη είναι εκείνη της παραγράφου 3 του άρθρου
1. Πρόκειται για μια διάταξη, η οποία δεν τίθεται ποτέ σε αναθεώρηση και
προβλέπει τα εξής. « Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού
και του έθνους και ασκούνται κατά τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα». Βλέπουμε
εδώ ότι ο συνταγματικός νομοθέτης θέλει όλες τις εξουσίες να υπάρχουν και να
ασκούνται, όχι μόνον υπέρ του λαού, αλλά και του έθνους. Διαφοροποιεί σκοπίμως
αυτές τις έννοιες, διότι λαός είναι οι πολίτες του κράτους τη συγκεκριμένη
χρονική στιγμή, ενώ το έθνος είναι μία έννοια με ευρύτερες διαστάσεις και στο
χρόνο και το χώρο. Το έθνος ενσωματώνει την Ιστορία, τις αξίες και τις
παραδόσεις που έρχονται από το παρελθόν και μας καθοδηγούν για το μέλλον.
Περιλαμβάνει δε και τους Έλληνες που ζουν έξω από τα κρατικά μας σύνορα. Ένα
από τα θεμελιώδη συστατικά του νεοελληνικού έθνους είναι και η Ορθοδοξία ως
πίστη, ως παράδοση, ως Εκκλησία. Άρα η Πολιτεία καλείται να την υπερασπίζεται
και να τη διαφυλάσσει, σεβόμενη πάντοτε τα ανθρώπινα δικαιώματα των ετεροδόξων
ή αλλοθρήσκων.
Κάποιοι ίσως αμφισβητήσουν ότι η
Ορθοδοξία είναι συστατικό στοιχείο του έθνους μας. Θα τους παραπέμψουμε σε δύο
μεγάλες μορφές πολιτικών ηγετών που είναι ευρύτατα αποδεκτές. Τον Ιω.
Καποδίστρια και τον Ελ. Βενιζέλο. Ο Κερκυραίος πρώτος κυβερνήτης, όταν τον
ρωτούσαν ξένοι ηγεμόνες ποιο λαό κυβερνά, απαντούσε ότι Έλληνες είναι εκείνοι,
οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι σήμερα ακολουθούν την
ορθόδοξη πίστη και μιλούν την ελληνική γλώσσα. Ο δε μεγάλος Κρητικός, όταν
εξέφραζε την ελληνική διεκδίκηση επί της Βορείου Ηπείρου το 1913, έλεγε ότι οι
περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής διακρίνονται μεταξύ άλλων και για την
«ελληνική τους θρησκεία», εννοώντας την Ορθοδοξία. Εξάλλου ας αναρωτηθούμε
ποιος είναι ο παράγοντας που κρατά δεμένους με τις ρίζες τους Έλληνες αποδήμους
ανά τον κόσμο. Προφανώς η Ορθόδοξη Εκκλησία. Εκείνη τους διδάσκει και τα πολλά
ή λίγα ελληνικά που ξέρουν και τους βοηθά να κρατήσουν κάποια στοιχεία από την
ελληνική τους ταυτότητα.
Σχετικά με τη μισθοδοσία των κληρικών
από το κράτος
Πρόκειται για δέσμευση που ανέλαβε η
Πολιτεία το 1952 επί κυβερνήσεως Πλαστήρα σε αντάλλαγμα για την περιουσία, την
οποία παρεχώρησε η Εκκλησία υπέρ των κοινωνικών σκοπών του κράτους. Όσοι
προτείνουν να διακοπεί η μισθοδοσία λησμονούν ότι το κράτος έχει μία συνέχεια
και μία αξιοπιστία. Δεν είναι δυνατόν να αθετεί συμβάσεις που υπέγραψε. Αλλιώς
θα πρέπει η Πολιτεία να δώσει πίσω την εκκλησιαστική περιουσία, πράγμα
κοινωνικώς μεν οδυνηρό, πρακτικώς δε αδύνατο.
Σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών
Ορισμένοι εκ των οπαδών του «χωρισμού»,
προτείνουν την αλλαγή του περιεχομένου του θρησκευτικού μαθήματος ώστε να μην
έχει χαρακτήρα ορθοδοξο-ομολογιακό, αλλά θρησκειολογικό-πολιτισμικό.. Θυμίζουμε
ότι προ δύο ετών σε σχετική δημοσκόπηση το 82% των ερωτηθέντων συμφώνησαν να
διδάσκονται τα Ορθόδοξα θρησκευτικά ως υποχρεωτικό μάθημα.
Θυμίζουμε επίσης, ότι στις περισσότερες
ευρωπαϊκές χώρες διδάσκονται τα θρησκευτικά στο σχολείο. Αλλού μεν ως
ομολογιακό μάθημα, π.χ. Βέλγιο, Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, αλλού δε ως
θρησκειολογικό, με έντονη όμως αναφορά, στην επικρατούσα θρησκεία, π.χ. Αγγλία,
Δανία, Σουηδία. Στη Γαλλία δεν διδάσκεται καθόλου το μάθημα στα δημόσια
σχολεία, γι’ αυτό και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία λειτουργεί πολλά ιδιωτικά
σχολεία όπου διδάσκονται τα θρησκευτικά. Κάτι αντίστοιχο θα γίνει και στην
Ελλάδα σε περίπτωση αλλοιώσεως του μαθήματος. Τελικά μία πρόταση που προέρχεται
από την Αριστερά θα οδηγήσει στην ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης!
Ιστορικά στοιχεία για το θέμα χωρισμού
Ιστορικά η ιδέα χωρισμού κράτους και
Εκκλησίας ανάγεται στο 16ο αιώνα με την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Με τη
Μεταρρύθμιση, η Προτεσταντική θεολογία αποσταθεροποίησε την πολιτική εξουσία
από τα παραδοσιακά στοιχεία της ελληνορωμαϊκής πνευματικής κληρονομιάς. Μέσα
λοιπόν σ’ εκείνο το νεοδιαμορφωμένο θρησκευτικό και πολιτισμικό πλαίσιο η
πολιτική σκέψη αξιοποίησε τις ρωγμές της χριστιανικής παράδοσης. Έτσι άρχισαν
ν’ αναπτύσσονται οι θεωρίες του αγγλικού δεϊσμού, του εμπειρισμού του Γαλλικού
Διαφωτισμού και του γερμανικού ιδεαλισμού. Οι θεωρίες αυτές στην υπερβολική
τους έκφραση οραματίστηκαν ένα κράτος χωρίς θρησκεία, μία κοινωνία χωρίς θεό
και έναν πολίτη χωρίς θρησκευτική πίστη. Η υπερβολή αυτή ολοκληρώθηκε αργότερα
έπειτα από έναν και πλέον αιώνα, με την αθεϊστική ιδεολογία του
Μαρξισμού-Λενινισμού.
Μέσα, λοιπόν, από αυτήν την ιστορική
διαδρομή, η πολιτική θεωρία των νεοτέρων χρόνων κατέληξε να απορρίψει την
παραδοσιακή λογική για δύο παράλληλες και ισότιμες-αλλά με διακριτικούς
ρόλους-εξουσίες: την πολιτική και την εκκλησιαστική.
Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία εμμένει στην
αρχή των δύο παράλληλων εξουσιών, που τις συνδέει η ενότητα του Γένους, όπως περιγράφεται
με σαφήνεια και από το μεγάλο ιστορικό μας Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Η ΕΝΟΤΗΤΑ αυτή του Γένους μας
στηρίχτηκε ανέκαθεν στους δύο βασικούς της άξονες: στην Ορθοδοξία, με κιβωτό
την Εκκλησία, και στον Ελληνισμό, όπως αυτός εμφανίστηκε και εκφράστηκε
διαμέσου των αιώνων, με τη μορφή δηλαδή ενός μεγάλου πολιτισμικού και
πνευματικού ρεύματος. Συνεπώς, η ταύτιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας με το
ελληνικό κράτος δεν απορρέει κατ’ αρχάς από νομικούς κανόνες, αλλά οφείλεται
στην ώσμωση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης του λαού μας, που ζυμώθηκε
και διαμορφώθηκε σ’ ενιαίο πολιτισμικό και σε εθνικό σύνολο μέσα στη διαδρομή
του χρόνου.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, λοιπόν, έχει ένα
διττό καθήκον και επιτελεί ένα διπλό σκοπό: πρώτα πρώτα ένα καθαρά θρησκευτικό,
ιερό και πνευματικό έργο και κατά δεύτερο έναν πολιτισμικό ρόλο, που είναι
συνδεδεμένος με τον Ελληνισμό και τον Εθνισμό μας. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν θα
μπορούσε να διαχωριστεί από αυτό το δισυπόστατο ρόλο της: ως Ορθόδοξης
Εκκλησίας με θρησκευτικά καθήκοντα και παράλληλα ως Εκκλησίας του
έθνους-Γένους. Το δισυπόστατο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος «
αναπαράγεται και στην ερμηνεία του Συντάγματος και συγκεκριμένα στην ερμηνεία
του άρθρου 3, το οποίο προβλέπει και κατοχυρώνει το Αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας
σε συνδυασμό με το άρθρο 13 που κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία και
ανεξιθρησκία» ( Βλ. Αντώνη Μανιτάκη « Οι σχέσεις της Εκκλησίας με
κράτος-έθνος», εκδόσεις Νεφέλη).
Η ΙΔΕΑ του « χωρισμού» Εκκλησίας και
Πολιτείας είναι καθαρά ευρωπαϊκή και δεν συμβαδίζει με τους προσανατολισμούς
του δικού μας πολιτισμού και των ελληνικών μας παραδόσεων, όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά και ο Πρωτ/ρος π. Γεώργιος Μεταλληνός καθηγητής Πανεπιστημίου
στο πόνημά του « Εκκλησία και Πολιτεία στην ορθόδοξη Παράδοση». Θα πρέπει
πάντως να υπογραμμίσουμε ότι ακόμη και στη Δύση οι σχέσεις Πολιτείας και
Εκκλησίας δεν στρέφονται απαραιτήτως υπέρ του χωρισμού των δύο μεγάλων αυτών
θεσμών…
Παραθέτουμε μερικά τέτοια παραδείγματα:
Στα Συντάγματα της Γερμανίας, της
Ελβετίας, της Μεγ. Βρετανίας, αλλά και της κοσμικής Γαλλίας, υπάρχει η επίκληση
του Θεού. Ο όρκος στη χριστιανική θρησκεία προβλέπεται θεσμοθετημένα σε πολλές
δυτικές χώρες, όπως η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία
και το Λιχτεναστάϊν. Ε ι δ ι κ ό τ ε ρ α: Στη Γαλλία δεν υπάρχει ομοφωνία για
το «κοσμικό κράτος», ενώ υπάρχει η κατήχηση στα σχολεία ως μάθημα. Είναι γνωστό
άλλωστε, πως η απόπειρα του Φρανσουά Μιτεράν στη δεκαετία του ’80 να καταργήσει
τη χρηματοδότηση των καθολικών σχολείων, κατέβασε στους δρόμους του Παρισιού
εκατομμύρια Γάλλους και οδήγησε στην υπαναχώρηση της γαλλικής κυβερνήσεως. Και
στην «κοσμική» συνεπώς Γαλλία υπάρχουν θρησκευτικές λαοσυνάξεις, οι οποίες δεν
αποτελούν μόνο ελληνικό φαινόμενο.
Στη Γερμανία, όπου δεν υπάρχει διάταξη
για χωρισμό, οι επίσημες Εκκλησίες εισπράττουν «εκκλησιαστική φορολογία», ενώ
λειτουργούν κρατικές θεολογικές σχολές και το μάθημα των θρησκευτικών είναι
υποχρεωτικό. Επιπλέον οι Εκκλησίες έχουν λόγο για το διορισμό καθηγητή ως ΝΠΔΔ
και στις δημόσιες υπηρεσίες υπάρχει σταυρός ή Εσταυρωμένος. Και ακόμη: στη χώρα
αυτή λειτουργεί θρησκευτική υπηρεσία στο στρατό και στις φυλακές. Οι
χριστιανικές μάλιστα Εκκλησίες έχουν διακεκριμένη θέση στη διοίκηση, στο
στράτευμα, στην κρατική τηλεόραση, ενώ γίνεται μνεία του Θεού και στο Σύνταγμα.
Στην Ιταλία, με κονκορδάτο
αναγνωρίζεται η αξία της θρησκευτικής εκπαίδευσης και ο Καθολικισμός αποτελεί
μέρος της ιστορικής κληρονομιάς της χώρας. Τα θρησκευτικά μάλιστα διδάσκονται
και στα σχολεία, έστω και αν οι μαθητές ανήκουν σε διαφορετικά δόγματα. Η
Καθολική Εκκλησία εξάλλου διατηρεί σημαντικά προνόμια, όπως π.χ. εκκλησιαστική
φορολογία, ακόμη και για τους αθέους.
Στις ΗΠΑ, που επίσημα ισχύει ο χωρισμός
«κράτους-Εκκλησίας», στην πραγματικότητα το σύστημα δεν εφαρμόζεται άτεγκτα.
Στο άρθρο 7 του Συντάγματος των ΗΠΑ για παράδειγμα αναφέρεται ο Ιησούς Χριστός
( « of our Lord » ), ενώ το κράτος και η χριστιανική Εκκλησία χαρακτηρίζονται
σύμμαχοι. ( Βλ. σχ. το βιβλίο του π. Γ. Μεταλληνού « Εκκλησία και Πολιτεία»
καθώς και την έρευνα του Δρος Γ. Κρίππα.)
Στο Ισραήλ, όχι μόνο δεν έχουν θεσπίσει
οποιονδήποτε χωρισμό, αλλά επενδύονται με θρησκευτικό χαρακτήρα ακόμη και τα
πολιτικά τους κόμματα. Γιατί η χώρα αυτή-που έχει κοινά χαρακτηριστικά με την
Ελλάδα, όπως Αρχαία Ιστορία, διασπορά, κ.λ.π.- θέλει να επιβιώσει ιστορικά,
μέσα στη ζούγκλα των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών.
Στο ΔΙΕΘΝΕΣ αυτό πλαίσιο ο Έλληνας
συνταγματικός νομοθέτης επιχείρησε – με ιδιαίτερη περίσκεψη, αλλά και με
επιτυχία - μια βαθιά τομή με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975. Με τη
συντριπτική λοιπόν πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, οριοθέτησε με
σαφήνεια τους διακριτικούς ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας στην ελληνική
κοινωνία, ώστε εφεξής να θεωρείται εξωπραγματική κάθε ιδέα για χωρισμό
Εκκλησίας και Πολιτείας.
Σωστά παρατηρεί συνεπώς ένας από τους
κορυφαίους συνταγματολόγους , ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης, σε γνωμάτευσή
του ( που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό « Εκκλησία» τον Οκτώβριο του 1975), πως με
τις διατάξεις του Συντάγματος του 1975 ( άρθρα 3 και 13) καθιερώθηκε κατά τρόπο
συναινετικό ένας διοικητικός διαχωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας και
προσδιορίστηκε επακριβώς το πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, καθώς
και τα μεταξύ τους όρια. Το νέο αυτό πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη αποτυπώθηκε
στον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας (νόμος 590/1977).
Το εκκλησιαστικό μας συνεπώς πλαίσιο
έχει μεταβληθεί ουσιαστικά με το Σύνταγμα του 1975, το οποίο κατοχυρώνει το
Αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, αποκλείοντας την ανάμιξη της Πολιτείας στη διοίκησή
της. Συγχρόνως βέβαια καθιερώνεται και η αντίστροφη θέση- στηρίζεται στο γνωστό
ρητό « Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ»- η οποία επιβάλλει
τη μη ανάμιξη της Εκκλησίας στα κρατικά ζητήματα.
Η Εκκλησία λοιπόν, ως Αυτοδιοίκητος
Οργανισμός, διοικείται βάσει των ιερών κανόνων. Η Πολιτεία διοικείται από τους
νόμους και το Σύνταγμά της. Και οι δύο όμως διοικήσεις- και της Πολιτείας και
της Εκκλησίας- απευθύνονται στον ίδιο λαό, που στη χώρα μας στη συντριπτική του
πλειοψηφία (άνω του 90%) είναι χριστιανοί ορθόδοξοι.
ΠΩΣ , λοιπόν, είναι δυνατόν να γίνει
χωρισμός κράτους και Εκκλησίας, όταν τα μέλη της Εκκλησίας, στη συντριπτική
τους πλειοψηφία, είναι και μέλη της Πολιτείας ; Γι’ αυτό σωστά παρατηρεί ο
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος (σε άρθρο του στο «ΒΗΜΑ»)
πως πρέπει απαραίτητα να αντικατασταθεί από τις συζητήσεις μας και τα γραπτά
μας κείμενα η ανεδαφική, αντιπαραδοσιακή και ξενότροπη φράση «σχέση και
χωρισμός εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως», που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
του θέματος αυτού.
Είναι προφανές ότι πολλοί στη χώρα μας
είναι διαποτισμένοι από τις ιδέες μιας τάχα «οικουμενικής»
αντίληψης-κατασκεύασμα μιας παγκοσμιοποιημένης λογικής- και επιχειρούν να
ισοπεδώσουν κάθε εθνικό έρεισμα και να εξαφανίσουν κάθε ανάχωμα, που θα
μπορούσε να φρενάρει την ισοπεδωτική εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης. Μία τέτοια
όμως προσαρμογή στις «νέες» παγκόσμιες ιδεολογικές σκοπιμότητες δεν έχει μήτε
ιστορική αντοχή μήτε προοπτική. Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας και της
ελληνικής Πολιτείας σφυρηλατούνται μέσα στο καμίνι της Ιστορίας εδώ και πολλούς
αιώνες. Όποιος συνεπώς θεωρεί πως η ελληνική Πολιτεία θα μπορούσε να χωρισθεί
από την Ορθόδοξη Εκκλησία ζεί σε μία ιδεολογική πλάνη που δεν έχει καμία σχέση
με την ιστορική μας πραγματικότητα.
Πιστεύουμε, εξάλλου, πως το κράτος
κυρίως δεν έχει συμφέρον από το χωρισμό του από την Εκκλησία. Γιατί σε
περίπτωση όπου η Εκκλησία από ΝΠΔΔ μετατραπεί σε ΝΠΙΔ, αυτή δεν θα χάσει
τίποτε. Αντίθετα θα αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία κινήσεων και ενεργειών και θα
απαλλαγεί από το «δυνάστη» της.
ΣΩΣΤΑ ΛΟΙΠΟΝ υπογραμμίζει ο καθηγητής
κ. Βλάσιος Φειδάς, σε παλαιότερη συνέντευξή του στον « Τύπο της Κυριακής», πως
η Εκκλησία έχει ισχυρότατες ιστορικές αντοχές, όπου οι «ιδεολόγοι» πιστεύουν
ότι αυτοί θα μπορούσαν να τις εξουδετερώσουν. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν
ότι η Εκκλησία έχει ένα κώδικα επικοινωνίας με το λαό, που δεν υπόκειται στις
αξιολογήσεις τους, μήτε βεβαίως στις αξιολογήσεις όλων των πολιτικών.
Κοντολογίς: Αλήθεια πιστεύει κανείς πως
η σημερινή κοινωνική δυσοσμία, οι ελλείψεις και τα ελλείμματα πολιτικής,
ιδιαίτερα στον παιδευτικό τομέα, θα καλυφθούν από το χωρισμό κράτους και
Εκκλησίας; Αυτή δηλαδή είναι η αιτία της κατακερματισμένης σήμερα κοινωνίας μας
;
Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής
Αρχιερατικός Επίτροπος Καμπανίας
και Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Βεροίας, Καμπανίας
και Ναούσης
Βιβλιογραφία:
Πωτ/ρου Γεωργίου Μεταλληνού « Εκκλησία
και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση.
Βλασίου Φειδά καθηγ. «Εκκλησιαστική
Ιστορία»
Μητρ.Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου «σχετικό
άρθρο στην εφημ, Το ΒΗΜΑ.
Εφημερίδα «Τύπος της Κυριακής»
Περιοδικό « Εκκλησία»
Αριστοβούλου Μάνεση. « Συνταγματική
Γνωμάτευση για τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος.».
Αντώνη Μανιτάκη « Οι σχέσεις της
Εκκλησίας με το κράτος-έθνος», εκδόσεις Νεφέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.