Τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς ἒχει ἀπασχολήσει τά τελευταῖα χρόνια θεολόγους και κοινωνιολόγους καί αὐτό διότι εἶναι ἀναμφίβολα ἡ σοβαρότερη πρόκληση κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν δισχιλιόχρονη ἱστορία του. Ἡ Νέα Ἐποχή εἶναι τό ἰδεολογικό πλαίσιο τῆς σύγχρονης Παγκοσμιοποίησης καί τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων μέσα ἀπό τήν θρησκευτική σύνθεσή της πού οὓτως ἢ ἂλλως ἐμπεριέχει. Πρόκειται γιά μιά θεωρία πρωτοφανοῦς ὁλιστικῆς πνευματικῆς ἰσοπέδωσης τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς στήν οὐσία ἰδεολογίας, τεχνηέντως κατευθυνόμενης.
Οἱ ὁμάδες τῆς Νέας Ἐποχῆς ἐπιδιώκουν νά ὑποκαταστήσουν τόν Χριστιανισμό μέ μιά νέα Πανθρησκειακή πραγματικότητα, ὃπου ἡ ἐπίτευξη τῆς πολυπόθητης κοσμικῆς καί συμπαντικῆς ἑνότητας θά ἰσοδυναμεῖ μέ κατάργηση τῆς διάκρισης καλοῦ-κακοῦ, θετικοῦ- ἀρνητικοῦ, φυσιολογικοῦ-ἀφύσικου, ἱεροῦ-ἀνίερου, Θεϊκοῦ-Σατανικοῦ. Εἶναι γεγονός ὃτι ἡ Παγκοσμιοποίηση ὡς κοινωνικοπολιτική διαδικασία προσπαθεῖ νά ἐκμεταλλευθεῖ κατά τόν καλύτερο τρόπο τίς ὁμάδες πού συνθέτουν τήν λεγόμενη «Νέα Ἐποχή», ὣστε νά προωθήσει τά σχέδιά της. Ἑπομένως ἡ κοινωνικοπολιτική ἐκμετάλλευση τῶν νεοεποχίτικων ἀνατολικοθρησκευτικών κυρίως ὁμάδων καί αἱρέσεων γίνεται κατά συστηματικό καί μεθοδικό τρόπο, ὣστε νά προωθηθοῦν κατά τόν πιό θεμελιωμένο τρόπο τά σχέδια τῆς «Νέας Τάξης πραγμάτων», πού ἰσοδυναμοῦν μέ ἀκύρωση κάθε παραδεδομένης καί παραδοσιακῆς θεωρίας γιά τήν οἰκογένεια, τόν ἂνθρωπο, τήν πατρίδα, τήν ἠθική τάξη καί τίς διεθνεῖς σχέσεις.[1]
Θά δοῦμε λοιπόν μέ ποιό τρόπο συμπλέκονται τά θρησκευτικά στοιχεῖα τῶν Ἀνατολικῶν Θρησκειῶν ( Ἰνδουισμός, Βουδισμός, Γιόγκα, Ταοϊσμός, Κομφουκιανισμός) ἀλλά καί τῶν Νέο-Γνωστικῶν τῆς Νέας Ἐποχῆς μέ τήν Παγκοσμιοποίηση. Νά σημειωθεῖ δέ, πώς οἱ δοξασίες τῆς Νέας Ἐποχῆς γιά τό θεῖον ἐκτός τοῦ ὃτι εἶναι ὑφασμένες πάνω στόν πολυδαίδαλο ἱστό τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων, εἶναι ἐπίσης καί βαθύτατα διαποτισμένες ἀπό τόν ἀποκρυφισμό τοῦ παρελθόντος καί τοῦ παρόντος.[2] Ἀκόμη, ἡ ἐποχή τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς ὁμογενοποίησης καί τοῦ συμπλησιασμοῦ τῶν πολιτισμῶν, εἶναι βέβαιο πώς ὁδηγεῖ σέ ἓναν ἀληθινό «πολυθεϊσμό ἀξιῶν» καί στήν ἐμφάνιση νέων τύπων θρησκευτικότητας καί πίστης, πού μεταβάλλουν ριζικά τόν παγκόσμιο θρησκευτικό, κοινωνικό, οἰκονομικό καί πολιτικό χάρτη.
Γίνεται συχνά λόγος γιά τήν ἀνεκτικότητα, τή συμφιλίωση, τή συνεργασία καί τήν προσφορά στήν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ποικιλόμορφη συνεργασία τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Ἀπό κοινωνιολογικῆς πλευρᾶς, ὁ λόγος αὐτός πηγάζει ἀπό τό γεγονός ὃτι ἡ θρησκεία ὡς ἐνδοκοσμικό φαινόμενο πού εἶναι συνυφασμένο μέ μία ποικιλία κοινωνικῶν δομῶν, σχέσεων καί δράσεων, πολλές φορές ἒγινε ἀφορμή διαφόρων μορφῶν συγκρούσεων. Συνέπεια αὐτῆς τῆς λογικῆς, ἀποτελεῖ ὁ ἰσχυρισμός ὃτι πρέπει ἡ θρησκευτικότητα νά χειραγωγηθεῖ καί νά καταστεῖ παράγοντας κοινωνικῆς εὐστάθειας. Αὐτή ἡ προβληματική υἱοθετήθηκε ἀπό τούς θιασῶτες τῆς «Νέας Ἐποχῆς» πού ὑποστηρίζουν πώς αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐποχή τῆς «Νέας Ἐποχῆς» εἶναι ἐποχή ἁρμονικῆς συμβίωσης, ἀρχικά τῶν θρησκειῶν, καί ὑπέρβασης τῶν προβλημάτων καί στό θρησκευτικό πεδίο πού δημιούργησε ἡ ἐποχή τοῦ Ἰχθύος[3], καθώς κυριαρχοῦσε ὁ Χριστιανισμός. Ὃραμα καί τελικός στόχος τῆς Νέας Ἐποχῆς εἶναι ἡ πανθρησκεία ὡς μορφή δῆθεν ἑνότητας κατά τό ὁλιστικό μοντέλο πού ἡ ἲδια (ἡ Νέα Ἐποχή) πρεσβεύει.
Ἐπίσης, τό ἀποκρυφιστικό σύστημα τῆς Θεοσοφίας «συνεισφέρει» στό πανθρησκειακό ὃραμα τῆς Νέας Ἐποχῆς μέσα ἀπό τήν ἐξισωτική θεώρηση ὃλων τῶν θρησκειῶν. Ἀναφέρουν χαρακτηριστικά Ἓλληνες ὑποστηρικτές τῆς Νέας Ἐποχῆς: «Κατά τήν ἐποχή αὐτή τῆς σύγκλησης τῶν πάντων ἐπί Γῆς, τό ζητούμενο ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ἀπόρριψη κάθε ἐτικέττας καί κάθε θεώρησης μιᾶς θρησκείας ἢ πνευματικῆς ἀγωγῆς ὡς μοναδικῆς ἢ ἒστω ἀνώτερης»[4]. Γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτό ὃτι σύμφωνα μέ τήν νεοεποχίτικη ἂποψη ὃλες οἱ θρησκεῖες ἀλλά καί αὐτά ἀκόμη τά παραθρησκευτικά μορφώματα, εἶναι ἰσότιμοι τρόποι προσέγγισης καί δρόμοι ἐναλλακτικῆς πρόσβασης πρός τό Θεό, πού βεβαίως δέν εἶναι ὁ Θεός τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γιά τή Νέα Ἐποχή κάθε ἀντίληψη περί μοναδικότητας τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, κάθε ἀντίληψη πού δέν κατανοεῖ ἰσοπεδωτικά καί ἐξισωτικά ὃλες τίς πίστεις, θεωρεῖται φανατισμός, μισαλλοδοξία, παρωχημένη και διχαστική προσέγγιση.[5] Γράφει χαρακτηριστικά Ἓλληνας θεοσοφιστής: « Ἡ Θεοσοφία εὑρίσκει ὃτι εἰς τήν βάσιν των, τήν οὐσία των, ὃλαι αἱ θρησκεῖαι κρύπτουσι τήν αὐτήν ἀλήθειαν, παρουσιαζομένην ὑπό διαφόρους μορφάς, ἀναλόγως τῆς ἐποχῆς καί τοῦ λαοῦ πρός ὃν ἀποτείνονται»[6]. Μιά ἂλλη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τήν Ἀννί Μπεζάντ, τή γυναίκα πού διαδέχθηκε τό σύζυγο τῆς Ἓλενας Μπλαβάτσκυ[7] στήν προεδρία τῆς Θεοσοφικῆς Ἑταιρείας. Κατά τήν Μπεζάντ, «ἡ Θεοσοφία ὑπό ἒποψιν θρησκευτικήν εἶναι Πανθεϊστική. Ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν καί τό πᾶν εἶναι Θεός»[8]. Εἶναι ὁ Θεός «ἡ μία καθολική Ὓπαρξις, ἣτις εἶναι ἡ πηγή πάσης ὑπάρξεως παρούσης καί ἐνδεχομένης, ἡ ὑπερζωή καί ἡ ὑπερσυνείδησις, ἐν τῆ ὁποίᾳ ὃλαι αἱ ζωαί καί συνειδήσεις ἐνυπάρχουσι, τό ὑποβαστάζον τά πάντα, τό περιλαμβάνον τά πάντα, τό περιέχον τά πάντα, τό ἀσύλληπτον καί ἀνέκφραστον Ἓν, τό ἂνευ δευτέρου τινός»[9]. Ἒτσι ὁ ἂνθρωπος δέν εἶναι παρά «τμῆμα (fragment) τοῦ Παγκοσμίου τούτου Ἐγώ» καί ὑπάρχει «τ α υ τ ό τ η ς φ ύ σ ε ω ς τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ παγκοσμίου Ἐγώ». Κατά τόν ἲδιο τρόπο καί «ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις, καίπερ ἀσθενής καί ἀνανάπτυκτος, εἶναι τῆς αὐτῆς φύσεως ὡς ἡ θεία σκέψις»[10]. Ἀλλά καί τό σύμπαν δέν εἶναι παρά «ἡ μορφή τοῦ Λόγου τοῦ Ὑψίστου Κυρίου κατά τό διάστημα τῆς ἐκδηλώσεως αὐτοῦ»[11].
Πράγματι, ἀπό τήν μία πραγματική, αἰώνια, ἀπέραντη, ἀσύλληπτη ὓπαρξη ἐκπορεύεται κατά τήν Μπεζάντ ὁ ἐ κ δ η λ ο ύ μ ε ν ο ς Θ ε ό ς, ἀναπτυσσόμενος ἀπό Μονάδα σέ Δυάδα καί ἀπό Δυάδα σέ Τριάδα. Ἀπό τήν ἐκδηλούμενη αὐτήν τριάδα ἐκπορεύονται πολλές ἂλλες πνευματικές ὀντότητες πού καθοδηγοῦν τήν κοσμική τάξη[12]. Τόν ἐκδηλούμενο ἒτσι Θεό ἡ Θεοσοφία ὀνομάζει Λ ό γ ο ν «δανειζομένη τόν ὃρον τοῦτον ἐκ τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Φίλωνος»[13]. Καί ὁ μέν «Πρῶτος Λόγος» εἶναι ἡ ρίζα πάντων τῶν ὂντων, ὁ δέ ἐξ αὐτοῦ ἀναπτυσσόμενος «Δεύτερος Λόγος» φανερώνει τίς δύο ἀπόψεις τῆς Ζωῆς καί τῆς Μορφῆς, τῆς πρωταρχικῆς δυάδας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τούς δύο πόλους τῆς φύσεως, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑφαίνεται ὁ ἱστός τοῦ Σύμπαντος. Τέλος ὁ «Τρίτος Λόγος» εἶναι ἡ παγκόσμια Διάνοια καί μέσα σέ αὐτόν ὑφίστανται «τά ἀρχέτυπα πάντων, αἱ ἀρχέτυποι μορφαί, αἳτινες θ έ λ ο υ ν ὑ π ο σ τ ῆ κ α τ ε ρ γ α σ ί α ν εἰς τά κατώτερα εἲδη τῆς οὐσίας κατά τήν διάρκειαν τῆς ἐξελίξεως τοῦ σύμπαντος. Τά ἀρχέτυπα δέ ταῦτα εἶναι οἱ καρποί παρελθόντων κόσμων κομισθέντες, ὃπως χρησιμεύσωσι κατά τόν παρόντα ὡς σπέρματα»[14]. Ἐπί πλέον ὑπάρχουν καί ἑδρεύουν στόν ἀστρικό κόσμο «μακραί φάλαγγες φυσικῶν στοιχειακῶν ἢ πνευμάτων τῆς φύσεως, διαιρουμένων εἰς πέντε κυρίας τάξεις, εἰς τά στοιχειακά[15] τοῦ αἰθέρος, τοῦ πυρός, τοῦ ἀέρος, τοῦ ὓδατος καί τῆς γῆς. Ἐπί κεφαλῆς δ’ ἑκάστης ὑποδιαιρέσεως εὑρίσκεται μέγα Ὂν, ὁ ἀρχηγός ἰσχυρᾶς φάλαγγος, ἡ ἰθύνουσα καί καθοδηγοῦσα διάνοια τοῦ ὃλου τμήματος τῆς φύσεως, ὃπερ διαχειρίζεται καί θέτει εἰς ἐνέργειαν τό τάγμα τῶν ὑπό τάς διαταγάς αὐτοῦ στοιχειακῶν. Οὓτως ὁ Agni, ὁ θεός τοῦ πυρός, εἶναι μεγάλη πνευματική ὀντότης, ἡγουμένη τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ πυρός. Τά σανσκριτικά δέ ὀνόματα τῶν πέντε θεῶν τῶν ἐκδηλωθέντων στοιχειακῶν εἶναι Indra ὁ θεός τοῦ αἰθέρος τοῦ χώρου, Agni ὁ θεός τοῦ πυρός, Pavana ὁ θεός τοῦ ἀέρος, Varuna ὁ θεός τοῦ ὓδατος, Kshiti ὁ θεός τῆς γῆς»[16]. Ἡ Θεοσοφία μέ τέτοιον τρόπο διερμηνεύοντας ἂκρατες πανθεϊστικές ἀντιλήψεις καί διά τῆς συγχύσεως Θεοῦ καί κόσμου θεοποιῶντας τό πᾶν, κηρύττει σαφῶς καί κατηγορηματικῶς τόν π α ν θ ε ϊ σ μ ό καί τήν εἰδωλολατρεία.
Ἡ παραπάνω «διδασκαλία» τῆς Θεοσοφίας πού ἐνδεικτικά παραθέσαμε δεικνύει ἐμμέσως πλήν σαφῶς καί τήν ἀποκρυφιστική προέλευσή της. Πρόκειται γιά νεο-γνωστική κίνηση μέ ἀναφορά στόν ἀρχαῖο Γνωστικισμό[17] ὁ ὁποῖος ἦταν ἓνα εἶδος νόθου κινήσεως, οὒτε φιλοσοφική οὒτε θρησκευτική, ἀλλά παραφιλοσοφική καί παραθρησκευτική. Στόν Γνωστικισμό ἀνήκει μέγας ἀριθμός φιλοσοφικοθρησκευτικῶν συστημάτων, τά ὁποῖα ὲπιδιώκουν τήν λύτρωση τοῦ ταλαιπωρημένου ἀνθρώπου μέ τήν «γνώση» ἀπόκρυφων ἀληθειῶν οἱ ὁποῖες ἀποκαλύπτονται ἂνωθεν ἢ κατακτῶνται. Θεμέλιο τοῦ Γνωστικισμοῦ εἶναι τό πλατωνικό σύστημα ἰδεῶν. Ἡ ἐπιστήμη κατά τόν Πλάτωνα δέν εἶναι τίποτε ἂλλο παρά ἡ γνώση τῶν ἰδεῶν, ὃπως αὐτή ἀποκαλύπτεται στόν ἀνθρώπινο λόγο, ὃταν εἶναι καθαρός καί ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς αὐταπάτες τῶν αἰσθήσεων. Εὐθύς ἀμέσως συνδέθηκαν μέ τά πλατωνικά στοιχεῖα οἱ ὀρφικές ἀντιλήψεις περί διαστάσεως μεταξύ Θεοῦ καί ὑλικοῦ κόσμου καί περί τῆς ἀνάγκης λυτρώσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τά ὑλικά ἀντικείμενα, τά ὁποῖα τήν ἒχουν αἰχμαλωτισμένη, καθώς καί ἡ πυθαγόρεια συμβολική τῶν ἀριθμῶν καί ἀσκητική. Δεύτερο στρῶμα ἀπετέλεσαν οἱ ἀνατολικές θρησκευτικές δοξασίες. Ἒχουμε ἒκτυπο παράδειγμα ἀναμίξεως ἑλληνικῶν καί ἀνατολικῶν στοιχείων στά Ἑρμητικά βιβλία.[18] Ὁ Γνωστικισμός εἶναι σαφῶς ἀνθρωποκεντρική καί ἐγωκεντρική «θρησκεία». Καθιστᾶ τήν θρησκευτική ζωή ὑπόθεση τοῦ ἀτόμου. Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἒργο τοῦ Εἰρηναίου Λουγδούνων «Ἒλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως» [19] ὃπου εἰδικά στά δύο πρῶτα άπό τά πέντε βιβλία τοῦ ἒργου του ἀσχολεῖται μέ τόν ἒλεγχο, τήν ἀποκάλυψη καί τήν παράθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γνωστικισμοῦ, ίδιαιτέρως τονίζοντας τήν ὁρολογία τῶν Οὐαλεντιανῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, διακρίνονταν γιά τή λαβυρινθώδη διδασκαλία τους καί τή μυθώδη θεωρία τους. Ὃλος αὐτός ὁ ἀρχαῖος φιλοσοφικός καί θρησκευτικός συγκρητισμός ἒφθασε μέχρι τίς μέρες μας βρίσκοντας νέους μαθητές καί ὑποστηρικτές στά ποικίλα νεογνωστικά καί νεοεποχίτικα κινήματα πού ὡς πλημμυρίδα ἒχουν ἐξαπλωθεῖ στή σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία πού μαζί μέ τίς ἐπί μέρους διαφοροποιήσεις τους στά πλαίσια ὃμως τῆς κοινῆς συνισταμένης καί τοῦ ἰδεολογικοῦ ἂξονα ἀναφορᾶς, συνθέτουν τήν πραγματικότητα τῆς συγκρητιστικῆς, πανθρησκειακῆς καί παγκοσμιοποιημένης οἰκουμενικότητας.[20]
Πρόκειται στήν οὐσία γιά οἰκοδόμηση «πανθεϊστικοῦ» κοσμοειδώλου καί γιά καλλιέργεια συνακόλουθα εἰδωλολατρικῶν ἢ νεοπαγανιστικῶν τάσεων, πού θεοποιοῦν τήν φυσική τάξη πραγμάτων καθώς καί τή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, πλάθοντας δυστυχῶς τόν «Ὑπεράνθρωπο», ὁ ὁποῖος θά ἀναλάβει μέσῳ τῆς φυλῆς του ἢ τοῦ ἰδεολογικοπολιτικοῦ του συστήματος νά διοικήσει τήν ἀνθρωπότητα.[21] Μέ ἂλλα λόγια πρόκειται γιά τήν πραγματικότητα, πού ἐπιχειρεῖται νά οἰκοδομηθεῖ, τοῦ μετανθρώπου, ὁ ὁποῖος θά ἀδιαφορεῖ γιά τά κοινωνικά δρώμενα, τόν συνάνθρωπό του, θά ἀποδέχεται μοιρολατρικά καταστάσεις κοινωνικῆς ἀδικίας καί πολιτικῆς ἐκμετάλλευσης καί δέν θά στηρίζει τήν πίστη του στόν προσωπικό Θεό, ἀλλά σέ μιά ἀφηρημένη ἀπρόσωπη μπραχμανική ὑπερσυνειδητότητα. Ἡ παγκόσμια δύναμη τῆς ὑπερ-συνειδητότητας αὐτῆς θεωρεῖται ὃτι διαπερνᾶ «ἐμψυχώνοντας» μέσῳ τοῦ ἰνδουϊστικοῦ ἢ βουδδιστικοῦ Μπράχμαν, καί Ἂτμαν, ὃλη τή φυσική πραγματικότητα, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τό ὑπόστρωμα τοῦ φυσικοῦ κόσμου.[22]
Οἱ ἐκφραστές λοιπόν τοῦ δαιδαλώδους καί ποικιλόμορφου πλέγματος τῆς Νέας Ἐποχῆς στηρίζουν ἀπερίφραστα τήν ἀναβίωση τῶν ἀρχαίων ἀνατολικῶν καί παγανιστικῶν θρησκειῶν καί θεωριῶν. Ἐπίσης μιά ἁλυσίδα ἀπό θρησκευτικές κινήσεις καί «πνευματικούς» διδασκάλους μέ διάφορες ὀνομασίες ὃπως: Τά παιδιά τοῦ Μῶ, ἡ ἑνωτική ἐκκλησία, ἡ ἐπιστημονολογική ἐκκλησία (Σαηεντόλοτζυ), ἡ ἐκκλησία χριστιανικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἑταιρία τῆς Κρίσνα συνειδήσεως, ἡ ἀποστολή τοῦ θείου φωτός, ἡ Γκουροῦ Μπαγκουάν Σρί Ραζνίς, ἡ Σατυαναντασράμ, ὁ Ὑπερβατικός Διαλογισμός κ.λ.π., αὐξάνονται μέ γεωμετρική πρόοδο σέ Ἀμερική καί Εὐρώπη διδάσκοντας καί προωθώντας ἀνατολικές θρησκευτικές παραδόσεις καί πρακτικές ἢ ὁρισμένες ἀπό αὐτές παραχαράσσοντας θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Ἒχοντας ὡς ὑπόστρωμα εἰδικά οἱ ἀνατολίζουσες θρησκευτικές κινήσεις, τόν Βουδδισμό, Ἰνδουϊσμό, Ταοϊσμό καί Κομφουκιανισμό παρουσιάζουν μιά νέα γενιά διαλεκτικῶν ἀριστοτεχνῶν στίς ἀντιρρήσεις κατά τό παράδειγμα τοῦ Βούδδα ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε ὁ ἲδιος ὡς ἀντίδραση ἀπέναντι στούς κλασικούς φιλοσόφους τῆς Ἰνδίας, τούς βραχμάνους φιλοσόφους. [23] Ὁ Βούδδας ἀμφισβητεῖ τήν ἀρχική διδασκαλία περί Βράχμαν πού σήμαινε τήν μυστηριώδη δύναμη, τήν ὁποία ὁ πρωτόγονος βλέπει σέ κάθε ἀσυνήθιστο καί ἀνεξήγητο φαινόμενο, τήν Μανά. Δέν ἀρκοῦν γιά τόν Βούδδα οἱ προτάσεις τῶν βραχμάνων γιά τή λύτρωση πού ἀπαιτεῖ μόνο γ ν ώ σ η, θ υ σ ί α καί ἀσκητισμό. Οὒτε ἀρκεῖ ἡ γνώση καί ἡ διδασκαλία γιά τό Ἂτμαν τό ὁποῖο πρέπει νά γνωρίσει ὁ ἂνθρωπος προκειμένου νά μπορέσει νά βγεῖ ἀπό τήν ἀθλιότητα καί τή θλίψη τῆς ζωῆς ἡ ὁποία θεωρεῖται ἂθλια. Ἀκόμη καί ἡ ταύτιση ἂτμαν βράχμαν (ταύτιση κοσμικῆς καί ἀτομικῆς ψυχῆς) πού προτείνεται ὡς λύτρωση ἀπό τούς Βραχμάνους, εἶναι ἐλλιπής γιά τό Βούδδα. Ὁ τελευταῖος προχωρεῖ συμπληρωματικά καί «δείχνει» πῶς πραγματοποιεῖται ἡ ἂρση τοῦ πόνου καί ποιά εἶναι ἡ «ὁδός» πού ὁδηγεῖ σέ αὐτήν τήν ἂρση. Σίγουρα δέν πραγματοποιεῖται ἡ λύτρωση μέ τήν συνέργια τοῦ θεοῦ ἢ τῶν θεῶν. Στόν Βουδδισμό δέν ὑπάρχουν σωτῆρες θεοί. Οἱ θεοί εἶναι ἀνίσχυροι, ὃπως στόν Βραχμανισμό, διότι καί αὐτοί ἒχουν ἀνάγκη λυτρώσεως, τήν ὁποία πραγματοποιεῖ ὁ Βούδδας. Ἡ λύτρωση στόν Βουδδισμό πραγματοποιεῖται μέ τίς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό συμβαίνει ὃταν ὁ ἂνθρωπος εἰσέρχεται στή Νιρβάνα, τήν πλήρη ἠρεμία, τήν ὁποία τίποτε δέν ταράσσει. Στή Νιρβάνα εἰσέρχεται κανείς ζῶντας, στόν ἐπίγειο βίο του, ὁριστικά ὃμως κατά τήν στιγμή τοῦ θανάτου, ὃταν ὁ θάνατος ἐξαφανίζει τό σῶμα.[24] Ἡ βασική ἀρχή τοῦ Βουδδισμοῦ γιά ἀ τ α ρ α ξ ί α, ἀποτελεῖ καθῆκον κάθε βουδδιστοῦ, ὃπως ἐπίσης καί νά δεχθεῖ σάν ἀναπόφευκτη τήν ἀτέλεια κάθε γήϊνου καί νά κατευθύνει τό βλέμμα του πέρα, στή Νιρβάνα βυθιζόμενος στόν ἑαυτό του. Σέ ἀπόλυτη ἠρεμία. Αὐτή θά πραγματοποιηθεῖ μόνο μέ τίς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διαδικασία αὐτή ἐνισχύεται μέ τήν Ἰνδουϊστικῆς προελεύσεως τεχνική τῆς Γιόγκα πού βέβαια δέν προβάλεται ὡς θρησκεία ἀπό τούς σύγχρονους ἀκολούθους της, ἀλλά ὡς μέθοδος πάλης μέ τό νοῦ καί εἶναι καθαρά ἀτομική. Ἓνα ἂλλο ἐνδιαφέρον στοιχεῖο γιά τό θέμα μας εἶναι ὃτι στήν Ἰνδία ἡ κοινωνική καί θρησκευτική ζωή κάθε τάξης ρυθμιζόταν ἀπό ἓνα σύνολο κανόνων τούς ὁποίους ρυθμίζουν οἱ Βραχμάνοι (ἱερεῖς). Ἒτσι ἒχουμε τήν διαμόρφωση τῆς θεωρίας τῶν «καστῶν», τῶν κοινωνικῶν δηλαδή τάξεων πού διακρίθηκαν καί ἱεραρχήθηκαν σέ ἀνώτερες καί κατώτερες μέ βάση κυρίως τό ἐπάγγελμα. Ἒχει ἰδιαίτερη σημασία τό γεγονός ὃτι οἱ κοινωνικές αὐτές τάξεις ἐντάσσονται σέ μιά ἂκαμπτη δομή καί λειτουργία τοῦ κόσμου καί τῆς κοινωνίας ὡς ἀποτέλεσμα λειτουργίας μιᾶς Παγκόσμιας Τάξης γνωστῆς ὡς «Ντάρμα»[25]. Στήν πράξη αὐτό σημαίνει ὃτι ἒχουμε μοιρολατρική ἀποδοχή τῆς ὑφιστάμενης κοινωνικῆς θέσης καί ταξικῆς διάκρισης, ἀποδοχή καταστάσεων κοινωνικῆς ἀδικίας καί ἐκμετάλλευσης[26].
Εἶναι φανερό ὃτι οἱ θεωρίες αυτές ἱκανοποιοῦν τίς ἀποικιοκρατικές βλέψεις τῶν ἡγετῶν τῆς Παγκοσμιοποίησης οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά χαλκεύουν τά δεσμά τῆς ἐξουσίας τους, χωρίς ἀντίσταση καί ἀντίδραση ἀπό τίς τοπικές κοινότητες καί κοινωνίες.[27] Ἐπίσης, οἱ προτάσεις τῶν σύγχρονων διεθνῶν κινήσεων προώθησης τῆς Γιόγκα, τήν ὁποία ἁπλοποίησαν καί μετέφεραν στό κοινό ὡς « Ὑπερβατικό διαλογισμό», ἀποκρύπτοντας τόν καθαρά θρησκευτικό της χαρακτήρα Ἰνδουϊστικῆς προέλευσης, πού οὐσιαστικά ταυτίζονται μέ τή Νιρβάνα, δηλ. τήν ἐξάλειψη κάθε σχέσης μέ τό φαινομενικό κόσμο, καί ἐνισχυόμενες ἀπό τό κάρμα, τήν ἐπαναγέννηση, προβάλλοντας τήν ἀνάπτυξη τῆς συνειδητότητας πού θεωρεῖται ὁ ἀληθινός σκοπός τῆς Γιόγκα, ὁδηγοῦν στό διαλογισμό. «Ἡ Γιόγκα εἶναι διαλογισμός καί ὁ διαλογισμός εἶναι Γιόγκα» [28]. Σύμφωνα μέ ὃσα διακηρύσσουν οἱ κινήσεις αὐτές, «ἡ συνειδητότητα, ἡ ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἓνα μέ τήν παγκόσμια συνείδηση. Ὃπως τά ποτάμια χύνονται καί γίνονται ἓνα μέ τόν ὠκεανό, ἒτσι καί αὐτό τό ἀνθρώπινο ὂν μπορεῖ μέ τή διδασκαλία τῆς Γιόγκα νά ἑνώσει τήν κατώτερη καί περιορισμένη του συνείδηση μέ τήν ἀπεριόριστη καί ἂπειρη συνείδηση καί νά γίνει εὐτυχισμένο, γαλήνιο καί γεμάτο γνώση. Ἐάν μόνο 1% τοῦ πληθυσμοῦ μιᾶς χῶρας ἀρχίσει νά ζεῖ σέ συμφωνία μέ τούς νόμους τῆς φύσης, μέ τό νά ἀσκεῖ ἐπί 15 λεπτά κάθε πρωΐ καί κάθε βράδυ τήν τεχνική τοῦ Ὑπερβατικοῦ Διαλογισμοῦ, ἡ κοινωνία θά περάσει αὐτόματα σέ μιά ἰδεώδη κοινωνία, μιά κοινωνία χωρίς ἀσθένειες, χωρίς πόνους, χωρίς ἀνεργία, χωρίς πληθωρισμό(;), χωρίς δυστυχήματα, χωρίς προβλήματα, μιά ἰδεώδη κοινωνία στήν ἐποχή τοῦ φωτισμοῦ»[29]. Εἶναι ἐμφανεῖς, ἀπό τό ἀνωτέρω περιεχόμενο, οἱ ψευδομεσσιανισμοί καί οἱ οὐτοπικές ὑποσχέσεις πού συνάγονται ἀπό τίς θεωρητικές προϋποθέσεις τῆς Γιόγκα, πού οὒτε λίγο οὒτε πολύ διδάσκουν τήν παθητικότητα καί τήν ἀνενέργητη κατάσταση. Γιά τήν Γιόγκα ὁ ἂνθρωπος δέν ἒχει μόνιμη ταυτότητα ἀλλά εἶναι τυφλή ἀντανάκλαση τῆς περιρρέουσας κοινωνικοπολιτικῆς πραγματικότητας. Αὐτό συμβαίνει διότι οὒτε λίγο οὒτε πολύ ὁ ἂνθρωπος ὡς ὂν δέν ἒχει «μιά μόνιμη ταυτότητα, δέν εἶναι δηλαδή μόνιμα κάτι, ἀλλά γίνεται ἐκεῖνο στό ὁποῖο προσκολλᾶται ὁ νοῦς του»[30].
Οἱ θεωρίες τῶν ἀνατολικῶν φιλοσοφιῶν περί τῆς ἀτομικῆς προσπάθειας καί τοῦ ἀτομικοῦ διαλογισμοῦ, ἀπονεκρώνουν κάθε ἒννοια συλλογικότητας, κοινωνικότητας καί κοινότητας, κάθε ἒννοια συνεκτικότητας καί δεσμοῦ, γεγονός πού διευκολύνει τήν διάλυση τῶν πολιτισμῶν. Μέσα δέ ἀπό τόν πλήρη αὐτοβυθισμό τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀτέρμονη ἀναζήτηση συγχωνευμένων ἀόριστων στοιχείων, συντελεῖται ἀσυναίσθητα μία ἀπορρόφηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν χαρακτηριστικῶν πού συνθέτουν τήν ἰδιαιτερότητά του (γλώσσα, παράδοση, θρησκεία, πολιτισμός, ἢθη καί ἒθιμα) στήν χοάνη τῆς Παγκοσμιοποίησης. Νά σημειωθεῖ πώς διά μέσου τοῦ διαλογισμοῦ ἀποθεώθηκαν οἱ «Γκουρού», οἱ ὁποῖοι συγκέντρωσαν δίπλα τους ὃλα τά ἐπαναστατημένα ἂτομα (ὡς ἐπί τό πλεῖστον νέους) ἐναντίον τῆς κατεστημένης καί καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, κυρίως ἐναντίον τοῦ δυτικοῦ τρόπου ζωῆς ὁ ὁποῖος μέ τήν ὑπερκατανάλωση, τήν τεχνοκρατική ἐξειδίκευση καί ἀποθέωση, μετέτρεπε τόν ἂνθρωπο σέ ἁπλό ἐξάρτημα μιᾶς ἰσοπεδωτικῆς ἐκσυγχρονιστικῆς μηχανῆς. Οἱ ἐξωτικοί «Γκουρού» διεκδικούσαν γιά τόν ἑαυτό τους τόν τίτλο τοῦ Μεσσία τῆς Γνώσης καί τοῦ Μάγου-θεραπευτῆ, πού θά ἐλευθέρωναν τούς ἀνθρώπους ἀπό τά δεσμά τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ἡ λύση πού πρότειναν δέν ἦταν ἀσφαλῶς τό Μυστήριο τοῦ «Ὑπέρλογου Θεοῦ», ἀλλά τοῦ «παράλογου ἐγωτικοῦ ἀνθρώπου»[31] .
Τήν παθητικότητα καί ἀνενεργητικότητα ὡς στάση ζωῆς θά παρατηρήσουμε καί στὀν Ταοϊσμό, μέ τήν σχετική θεωρία του περί «ἐνεργοῦς ἀδρανείας». Ὁ Λάο-Τσέ ὁ ὁποῖος πίστευε ὃτι αὐτός σκέπτεται ὀρθά και οἱ γύρω του πλανῶνται, ἒλεγε ὃτι ὁ σοφός ὀφείλει νά ζεῖ ἀπομονωμένος ἒχοντας συναίσθηση τῆς ὑπεροχῆς του ἀφ’ ἑνός καί τῶν ὑπολειπόμενων σταδίων τελειοποίησης ἀφ’ ἑτέρου, καί νά ζεῖ παθητικά μέ τό νά μή δημιουργεῖ πρόκληση σέ ἀνθρώπους ἀνίκανους νά τόν κατανοήσουν. Στόν σοφό ἂνθρωπο εἶναι ἀρκετό ὃ,τι μέγα καί διαρκές ἀπέκτησε προϊόν «ἐνεργοῦς ἀδρανείας». Ἡ ἀληθινή εὐτυχία, ἀτομική καί κοινωνική, πίστευε ὁ Λάο-Τσέ ὃτι ἀποκτᾶται μέ τήν ἀνεπαίσθητη ἀναγωγή τῆς ἐνεργητικότητας στήν ἀδράνεια. Ἐπίσης περιφρονεῖ τήν ὑλική πρόοδο καί θεωρεῖ πλείστους νόμους ἀνωφελεῖς. Εἶναι προφανές ὃτι κυριαρχεῖ καί στόν Ταοϊσμό τό κοινό ἰδεῶδες τῶν Σινῶν, δηλαδή τῆς ἀταραξίας. Κάθε ἐκδήλωση ἐνέργειας δέν ἐπιτρέπεται. Τό νά ζεῖ κανείς μέ στωϊκή ἀπάθεια ἀπέχοντας ἀπό κάθε δραστηριότητα, εἶναι ἰδεῶδες. Μόνον ἒτσι ὁ ἂνθρωπος γίνεται τέλειος, σοφός. Ἡ πίστη τῶν Σινῶν στό Τάο (Τάο: ἡ παγκόσμια ὓψιστη τάξη πού κυβερνᾶ τόν ὁρατό κόσμο τῆς ὓλης καί τόν ἀόρατο τῶν πνευμάτων), πίστη ὃτι ἡ ζωή ἐξαρτᾶται ἀπό τίς διαθέσεις τῶν πνευμάτων καί τίς παρεμβάσεις τους στήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀκόμη καί σέ λεπτομέρειες, εἶχε ὡς φυσικό ἀποτέλεσμα τήν μείωση τῆς δραστηριότητάς τους, ἐφόσον αὐτοί δέν ἀνέπτυσσαν προσπάθειες νά ρυθμίζουν τή ζωή τους ὣστε νά προλαμβάνουν τά δυσάρεστα καί νά ἐπιδιώκουν τήν πραγματοποίηση κάθε ἐπιθυμητοῦ[32]. Αὐτή ἠ ἀδρανοποίηση καί παράλληλα ἡ σχετικοποίηση βασικῶν ἀξιῶν καί ἀρχῶν τῆς ζωῆς ἀσφαλῶς καί διευκολύνει τίς κοινωνικοπολιτικές ἀλλαγές πού ὁραματίζονται οἱ ἡγέτες τῆς Παγκοσμιοποίησης.
Ὁ Κομφουκιανισμός άπό την ἂλλη, ἐμφανίζει μιά πιό ἐνεργητική μορφή ἒναντι τῆς μηδενιστικῆς κενότητας ἢ παθητικότητας τῶν ἂλλων Ἀνατολικῶν Θρησκειῶν κομίζοντας κάποια στοιχεῖα αὐστηρῆς ὑποταγῆς στήν ἱεραρχική ἐξουσία τῶν ἀνώτερων θεσμικῶν καταστάσεων τῆς κοινωνίας.[33] Ὃμως στή σχέση ἠθικῆς καί πολιτικῆς δέν ἀποφεύγει λογικές μεσσιανισμοῦ τῆς Κρατικῆς ἢ ἐπιστημονικῆς ἐξουσίας, πού ἀκυρώνουν τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί κατ’ ἐπέκταση τήν «κοινωνία των πολιτῶν»[34]. Μπορεῖ κανείς νά κατατάξει τόν Κομφούκιο μεταξύ τῶν κοινωνιοκρατικῶν, κατά τούς ὁποίους ὁ ἂνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἐννοηθεῖ ὡς προσωπικότητα αὐτοτελής, ἀλλά μόνο ὡς ἐξάρτημα τῆς κοινωνίας, τῆς παρελθούσης ὃμως κοινωνίας, καί ὡς συνισταμένη αὐτῆς. Πίστευε ὁ Κομφούκιος ὃτι ὁ ἂνθρωπος γεννιέται ἀγαθός, τελειοποιεῖται δέ μέ τήν μελέτη τῆς ἀρχαιότητας. Ὡς πραγματική μόρφωση δέν θεωροῦσε τήν ἀπόκτηση νέων γνώσεων, ἀλλά τήν κατάκτηση κάθε πράγματος, τό ὁποῖο διατηρεῖ σχέση μέ τό παρελθόν καί ἐκφράζει τούς πόθους τῶν παρελθουσῶν γενεῶν. Ἐμφανίζεται ὡς συνεχιστής τοῦ παρελθόντος καί πιστός τηρητής αὐτοῦ. Τιμήθηκε ὡς θρησκευτικός ἀρχηγός, ἀλλά ἦταν περισσότερο πολιτικός καί ἐπιδέξιος ἠθικολόγος[35]. Ἒτσι ἐξαίρει τήν σπουδαιότητα τῶν τύπων καί τῆς ἠθικῆς. Καταγόταν ἀπό εὐγενῆ οἰκογένεια, ἒγινε νομάρχης, δικαστής, ὑφυπουργός καί διδάσκαλος καί ἒδρασε κυρίως ὡς πολιτικός μεταρρυθμιστής. Ἡ περιπεπλεγμένη κοινωνικοπολιτική καί θρησκευτική-πανθεϊστική διδασκαλία του ἐπιδέχεται πολλαπλές ἑρμηνεῖες καί δίνει ἀφορμές γιά τή δημιουργία ἀμφιλεγόμενων καί ὑβριδικῶν καθεστώτων καί θρησκευτικῶν μορφωμάτων. Γιά παράδειγμα προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά προσαρμόσουν τήν βούλησή τους πρός τό Τάο καί τήν προγονολατρεία, προσδίδοντας στήν διδασκαλία του ἒντονο θρησκευτικό χαρακτῆρα, ἐν τούτοις ἐκθέτοντας τά ἠθικά δόγματά του εἶναι ἀξιοσημείωτο ὃτι δέν ἐπικαλεῖται κάποιον θεό ὁ ὁποῖος νά τά ἒχει ὑπαγορεύσει. Ἀκόμη, διδάσκει μέ ἐπισημότατο τρόπο τήν ὑποταγή στούς ἀνωτέρους μέ στάση ἡ ὁποία πρέπει νά δεικνύει βαθύτατο σεβασμό, ὑποτακτικότητα καί πειθαρχία. Θεωρώντας ὁ Κομφούκιος τίς ἰδέες του ὡς ἀνώτερες καί ἀντίθετες πρός τό ἰδεῶδες τῆς ἐποχῆς του, δέν προσλάμβανε μαθητές ἀδιακρίτως, ἀλλά κυρίως ὃσους ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατία. Τό κοινωνικοπολιτικοθρησκευτικό του οἰκοδόμημα θεωρήθηκε στή σύγχρονη Κίνα «ὡς ἀπολύτως ἀσυμβίβαστον πρός τήν δημοκρατίαν»[36] . Ἐπίσης κατηγορήθηκε (ὁ Κομφουκιανισμός) ὃτι ἀνέχθηκε τά βασανιστήρια στά δικαστήρια, τήν ὑποτέλεια τῶν γυναικῶν καί τό δέσιμο τῶν ποδῶν, ὃπως καί ἂλλες καταχρήσεις. Τέλος ὁ Κομφουκιανισμός κατηγορήθηκε ὡς «ἡμιφεουδαρχικός»[37]. Συνεπῶς, ἡ ἒλλειψη συγκεκριμένης θρησκευτικῆς κατεύθυνσης, ἡ ἀπουσία θεμελιωδῶν ἀρχῶν πού ἃπτονται τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου σέ συνδυασμό μέ τήν ἒκδηλη ἀσάφεια ἢ καί ἀνυπαρξία κοινωνικοπολιτικῶν σταθερῶν, καθιστοῦν τόν Κομφουκιανισμό ἀνέλπιστο σύμμαχο τῆς Νέας Ἐποχῆς πού ἐπιδιώκει τήν δημιουργία τοῦ τύπου τοῦ ἀνθρώπου χωρίς σαφῆ ἠθικά ἐρείσματα καί χωρίς σταθερό ἀξιολογικό κώδικα ἀναφορᾶς. Εἶναι δέ προφανής ἐν προκειμένῳ ἡ πλήρης συμπόρευση τῶν δυνάμεων τῆς Νέας Ἐποχῆς μέ τίς δυνάμεις τῆς Παγκοσμιοποίησης. Λόγοι φιλοσοφικῆς, ἰδεολογικῆς καί θρησκευτικοπολιτικῆς ταυτότητας καί σκοπιμότητας ὁδηγοῦν σέ αὐτήν τήν συμπόρευση.
Μέσα στά πλαίσια τῶν ὀξέων προβλημάτων ἀπό τήν διάδοση τῆς καταστρεπτικῆς φιλοσοφικο-πρακτικῆς κοσμοαντίληψης τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἐντάσσεται καί μιά ἂλλη ἐπικίνδυνη παραθρησκευτική τάση, αὐτή τῆς Νεοειδωλολατρίας, ἡ ὁποία χρησιμεύει στήν Παγκοσμιοποίηση ὡς μέθοδος πολλαπλῆς διάσπασης τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου καί τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς μέσα ἀπό τήν φιλοσοφική σύγχυση, τήν φιλοσοφική σχιζοφρένεια ἀλλά καί τήν ἡμιμάθεια τῶν ὑποστηρικτῶν της οἱ ὁποῖοι φαίνεται νά ἀγνοοῦν τά θεολογικά καί ἂλλα ὑπαρξιακά αἰτήματα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ στοχασμοῦ.
Οἱ λεγόμενοι νεοειδωλολάτρες εἶναι συνήθως ἂτομα τά ὁποῖα ἒχουν ἂγνοια τοῦ συγκεκριμένου φαινομένου τῆς Νεοειδωλολατρίας καί τῶν πηγῶν του, καί πού ἐπίσης διαθέτουν μερική καί ἐπιλεκτική μόνον γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης, καθώς καί τῶν προσωπικῶν τους ὑπαρξιακῶν τους προϋποθέσεων. Ἀπό πλευρᾶς Κοινωνιολογίας τοῦ Χριστιανισμοῦ θά λέγαμε ὃτι ἀγνοοῦν στήν οὐσία τήν θεολογία, κοσμολογία, καί ἀνθρωπολογία τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων ἀλλά κυρίως ἀγνοοῦν καί τήν ἀντίστοιχη χριστιανική διδασκαλία στήν ὁποία καί βρίσκεται τό θεμέλιο τῆς ἀναγνώρισης καί προστασίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ὁ περιορισμός ἀκόμη ἀδικαιολόγητων ἓως καί παρανοϊκῶν περιεκτικῶν δογμάτων, ὣστε νά μήν ὑποσκάπτουν τήν ἑνότητα καί τήν δικαιοσύνη τῆς κοινωνίας.[38]
Ἐπί τοῦ ζητήματος δέ τῶν σχέσεων Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, ὃσο καί ἀν προσπαθοῦν οἱ θιασῶτες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί οἱ ἐντολοδόχοι τῆς Παγκοσμιοποίησης μέ τακτικές διχασμοῦ καί παραπλάνησης τῆς κοινῆς γνώμης νά διαρρήξουν καί νά διασπάσουν τόν ἂρρηκτο δεσμό τῶν δύο οἰκουμενικῶν μεγεθῶν, ὑπενθυμίζουμε ὃτι μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἒγινε ἓνα εἶδος πνευματικῆς ὢσμωσης μεταξύ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ. Στήν χημική ὢσμωση, ὡς γνωστόν, γίνεται ἡ διείσδυση μιᾶς οὐσίας σέ μία ἂλλη μέσῳ μιᾶς ἡμιπερατῆς μεμβράνης. Στήν περί ἧς ὁ λόγος πνευματική ὢσμωση τό ἡμιπερατό μέσο, πού ἐπέτρεψε τήν ἀλληλοδιείσδυση, γιά μέν τόν Ἑλληνισμό ἦταν ἡ ἀνάγκη τοῦ Χριστιανισμοῦ πρός ἐξεύρεση κατάλληλων ἐκφραστικῶν καί ἐπικοινωνιακῶν μέσων, γιά δέ τόν Χριστιανισμό ἦταν ἡ ἀπό τήν θεία Πρόνοια συντελεσθεῖσα πρός ὑποδοχή τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος κατάλληλη πνευματική προετοιμασία τῶν Ἰουδαίων, πού ζοῦσαν μέσα σέ ἑλληνιστικό περιβάλλον, τῶν Ἑλληνιστῶν Ἰουδαίων καί τῶν Ἑλλήνων.[39]
Στήν μεταξύ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ ὢσμωση ἒπαιξε ρόλο ἡ ἀπό τούς Ἓλληνες ἀναζήτηση τοῦ ἀγνώστου Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖο μιλοῦσαν ὂχι μόνο ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀλλά καί πολλοί ἂλλοι, ὃπως ὁ Παυσανίας, ὁ Ἀπολλώνιος Τυανεύς, πού τόν ὀνομάζει «πρῶτον καί ἓνα καί μέγαν Θεόν», ὁ Λουκιανός, πού λέγει «τόν ἐν Ἀθήναις ἂγνωστον (Θεόν) προσεκυνήσαμεν», ὁ νεοπυθαγόρειος Νουμένιος Ἀπαμείας, πού τόν χαρακτηρίζει «πρῶτον νοῦν» κ.ἂ.[40] Σ’ αὐτόν τόν ἂγνωστο Θεό στρέφονται τά ἀδιάφθορα καί καλοπροαίρετα πνεύματα τοῦ ἀρχαίου Ἐθνικοῦ κόσμου, πού δέν ἱκανοποιοῦνται ἀπό τήν χαμηλοῦ ἠθικοῦ ἐπιπέδου πολυθεΐα, ἀπό τό παρηκμασμένο Δωδεκάθεο, ἀπό τά λατρευόμενα τερατόμορφα ὂντα (Σφίγγες, Ἃρπυες, Ἑκατόγχειρες), ἀπό τίς μαντεῖες, ἀπό τίς γηγενεῖς καί ἐξ Ἀνατολῆς ἐλθοῦσες ὀργιαστικές λατρεῖες τῆς Ἲσιδος, τοῦ Ὀσίριδος, τῆς Κυβέλης, τοῦ Ἀδώνιδος, τοῦ Μίθρα κ.ἂ., ἀπό τόν ὑλισμό τῶν Ἐπικουρείων, ἀπό τήν διαδοθεῖσα λατρεία τῶν αὐτοκρατόρων, πού ἐγκαταστάθηκε καί σέ αὐτήν ἀκόμη τήν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἀπό τήν φοβερή ἠθική καί πολιτιστική κατάπτωση τῶν χρόνων τοῦ Κυρίου.[41]
Πρός περαιτέρω κατανόηση τῶν σχέσεων Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ πρέπει νά διακρίνουμε τό καθ’ ὓλην περιεχόμενο τῶν δύο πνευματικῶν μεγεθῶν ἀπό τὀ εἶδος (τήν μορφή) τους. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία ἀπό ἂποψη μέν εἰδολογική (γλώσσας, λογικῶν ἐννοιῶν καί κατηγοριῶν) εἰσέδυσε καί χρησιμοποιήθηκε στήν ἀποκεκαλυμμένη θεανθρώπινη διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ ποσοστό σχεδόν 100%, ἀπό ἂποψη ὃμως περιεχομένου μετέδωσε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς σέ ὃλους τούς Χριστιανούς τό ἑλληνικό κριτικό πνεῦμα καί ἒγινε δεκτή ἀπό αὐτούς κατά τρόπο φιλικά κριτικό καί ἐκλεκτικό. Ἑπομένως ὁ θεανθρώπινος Χριστιανισμός δέν εἶναι μόνο τό τελικό αἲτιο τῆς ἰουδαϊκῆς μεσσιανικῆς παραδόσεως καί προσδοκίας, ἀλλά καί αὐτοέκφραση ὂχι ὑποβαθμισμένου, ἀλλά ὑγιοῦς, ρωμαλέου, αὐτοκρινόμενου, αὐτοβελτιούμενου καί ἀναβαθμιζόμενου Ἑλληνισμοῦ, ὁ ὁποῖος θά πρόδιδε τον ἑαυτό του, ἐάν ἀρνιόταν τήν ἑλληνοχριστιανική ταυτότητά του καί δέν ἀποδοκίμαζε τήν νεοειδωλολατρία. Τό δίλημμά μας δέν εἶναι Ἑλληνισμός ἢ Χριστιανισμός. Τό δίλημμά μας εἶναι: ἐκφυλισμένος Ἑλληνισμός λογίων ἐθελοτυφλούντων ἐνώπιον τοῦ διαχρονικοῦ γνησίου ἑλληνικοῦ πνεύματος καί ἀφελῶν νεοειδωλολατρῶν μέ πολυθεϊστικές πολύχρωμες χλαμύδες σέ τελετές πάνω στόν Ὂλυμπο ἢ αὐθεντικός Ἑλληνισμός, πού μέ τό χαρακτηρίζον αὐτόν κριτικό του πνεῦμα βρῆκε ἐκεῖνο, πού ἐπί αἰῶνες νοσταλγοῦσαν καί ζητοῦσαν οἱ ἐκλεκτοί φιλόσοφοί του, ἀναδεικνύοντας τήν διαχρονική πνευματική του ἑνότητα.[42]
Πολλοί καταξιωμένοι φιλόσοφοι ἀφ’ἑνός μέν κατέκριναν τά μυθεύματα τῆς εἰδωλολατρίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐξέφρασαν προφητικά τίς ἀναζητήσεις τους γιά τόν Ἓνα Ἀληθινό Θεό. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἀπαξίωσαν οἱ ἲδιοι τήν εἰδωλολατρία. Ποιητές τῆς ἀρχαιότητας ὡς γνήσιοι ἐκφραστές τῆς λαϊκῆς φιλοσοφίας ἀπέρριψαν κάθε μορφή παγανιστικῆς εἰδωλολατρίας. Ἐν τέλει καί ἐν προκειμένῳ, πρέπει νά γίνει συνείδηση ὃτι οἱ παγανιστικές τελετές συνιστοῦν ἀνθρωποκεντρικές πρωτοβουλίες χωρίς προοπτική, καί ἐπίσης, νά γίνει εὐρύτερα γνωστό ὃτι, τά νεοεποχίτικα εἰδωλολατρικά κινήματα μέ τίς ποικίλες τάσεις τους, δέν ταυτίζονται μέ τήν ἀρχαιοελληνική θρησκεία, τήν ἀναβίωση τῆς ὁποίας ὑποστηρίζουν, ὃτι ἐπιδιώκουν. Κάνουν ἐπιλεκτική χρήση τῶν πολυθεϊστικῶν πεποιθήσεων, ἀποσιωπώντας ἢ ἀπορρίπτοντας τίς μονοθεΐζουσες ἢ μονοθεϊστικές ἀνατάσεις τῶν λαμπροτέρων ἐκπροσώπων τῆς ἀρχαιοελληνικῆς διανόησης.
Σέ τελική ἀνάλυση ἀπό ὃλα ὃσα παραπάνω ἀναφέρθηκαν γίνεται φανερό ὃτι ἡ Νέα Ἐποχή, τήν ὁποία θά μπορούσαμε νά παρομοιάσουμε μέ τό φοβερό «φρέαρ τῆς ἀβύσσου»[43], τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀποδεικνύεται ὡς ὁ καλύτερος ἰδεολογικός καί θεολογικός σύμμαχος τῆς Παγκοσμιοποίησης. Ἡ δέ Παγκοσμιοποίηση δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά χαρακτηρισθεῖ ὡς «πνευματικό τέκνο» τῆς Νέας Ἐποχῆς. Χέρι-χέρι, Νέα Ἐποχή καί Παγκοσμιοποίηση συμβαδίζουν, καί ἐπιθυμοῦν νά ἀλλάξουν τήν καθημερινή ζωή μας. Συνήθειες καί πρακτικές τῶν ἐξαθλιωμένων λαῶν τῆς νοτιοανατολικῆς Ἀσίας συστήνονται στό δυτικό κόσμο ὡς «σωτήριες λύσεις». Οἱ ἀσκήσεις γιόγκα τείνουν νά ἐκτοπίσουν τήν πατροπαράδοτη κλασσική γυμναστική, ἡ ὁποία εἶναι δοκιμασμένη ὃτι ὀφελεῖ ὂντως τόν ἂνθρωπο[44]. Ὁ διαλογισμός ἀντιμάχεται τήν προσευχή. Ἀκόμη καί ἡ ἀσιατική διατροφή ἒφτασε σ’ἐμᾶς ὂχι ἁπλά σάν μία πρόταση γεύσης τῆς παγκόσμιας μαγειρικῆς καί κουζίνας, πράγμα θεμιτό στήν ποικιλία τῶν γεύσεων, ἀλλά ὡς μοναδική «ὑγιεινή διατροφή»!
Ἀκόμη πιό συγκεκριμένα, ὁ πολλαπλός συγκριτισμός τῆς Νέας Ἐποχῆς πού ἀκροθιγῶς ἀνωτέρω ἐκθέσαμε, καί πού εὐφυῶς βαπτίζεται πιό πολιτισμένα «πολυπολιτισμικότητα»[45], φιλοδοξεῖ δῆθεν νά προστατεύσει τούς λαούς ἀπό τόν κίνδυνο τῶν ἐθνικιστικῶν συγκρούσεων ἢ τῶν «Φονταμενταλιστικῶν» ἐξάρσεων, ὁδηγεῖ ὃμως, κατά νομοτελειακό σχεδόν τρόπο, στήν ἐξαφάνιση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῶν λαῶν καί τῶν ἐθνῶν. Ἐπί πλέον, βασικός στόχος καί ἐπιδίωξη παραμένει πάντα ἡ τυποποιημένη ὁμοιομορφία καί πειθαρχία στήν πολιτική, θρησκευτική καί πολιτισμική συμπεριφορά καί σκέψη. Ἐπίσης, ἡ «ἀπολίτικη» στάση καί συμπεριφορά καί ἡ ἀδιαφορία γιά τά κοινά πού καλλιεργεῖ ἡ κουλτούρα τῆς Παγκοσμιοποίησης, ἀλλάζει τήν πολιτική δομή τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν ὃπου δέν θά μετράνε πιά οἱ ἰδεολογικές διαφορές, ἀλλά οἱ ἂξιοι «διαχειριστές» οἱ ὁποῖοι θά κινοῦνται πλέον μέ μόνο γνώμονα τήν τεχνική διαχείριση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων. Στό πλαίσιο αὐτό, οἱ πραγματικοί ἐξουσιαστές δέν εἶναι οἱ πολιτικοί, ἀλλά τά μεγάλα οἰκονομικά συμφέροντα, τά ὁποῖα γιά νά προωθήσουν τά σχέδιά τους καλλιεργοῦν καθεστώς ἀδιαφορίας καί ἰδεολογικῆς νέκρωσης. Τώρα μάλιστα παρατηρεῖται καί ἡ τάση δημιουργίας τῆς λεγόμενης «Νέας Οἰκονομίας», ἡ ὁποία στηρίζεται στήν πληροφορική καί τό Internet, καί ἀπαξιώνει κάθε ἒννοια παραδοσιακῆς ἐργασίας καί οἰκονομίας, καί αὐτό ἰσοδυναμεῖ μέ ἀντιδημοκρατική καί ρατσιστική συμπεριφορά, ἀφοῦ σέ λίγο καιρό στήν ἀγορά ἐργασίας οἱ λίγες θέσεις ἐργασίας θά μοιράζονται μεταξύ τῶν ὀλίγων πού θά κατέχουν τήν λειτουργία τῆς «Νέας Οἰκονομίας» [46].
Τό θλιβερό ὃμως τῆς ὃλης ὑπόθεσης εἶναι ἡ προσπάθεια χειραγώγησης τῆς κοινῆς γνώμης στήν κατεύθυνση ὑποκατάστασης τῆς Πολιτικῆς καί τῆς Θεολογίας ἀπό τήν Οἰκονομία, τίς δυνάμεις τοῦ κέρδους, τήν ὑπερκατανάλωση καί τήν «ἀνοικτή κοινωνία» τῆς ἀνοχῆς. Τά τελευταῖα, νά σημειωθεῖ, ἀποτελοῦν καί μόνιμα χαρακτηριστικά τοῦ παγκόσμιου Καπιταλισμοῦ. Ἒτσι τό διαρκές διευρυμένο χάσμα μεταξύ πλουσίων καί φτωχῶν βαπτίζεται ἁπλῶς δίκαιο ἀποτέλεσμα τοῦ «ἀνταγωνισμοῦ» μεταξύ ἐθνῶν καί πολιτῶν. Ἂλλωστε ἡ «Μετανεωτερικότητα» σχετικοποιεῖ κάθε ἠθική ἀξία πανανθρώπινης ἰσχύος, ἑπομένως σχετικοποιεῖται κάθε ἒννοια κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί φιλάνθρωπης διάθεσης καί προσφορᾶς. Παύουν νά λειτουργοῦν τά ἀνθρωπιστικά ἀνακλαστικά. Ἡ ὁλιστικότητα τῆς Παγκοσμιοποίησης, καταργώντας τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου, «φροντίζει» ταυτοχρόνως γιά τόν πνευματικό του εὐνουχισμό καί τόν ἑτεροκαθορισμό του, ὣστε σταδιακά νά δομηθεῖ κοινωνία «μαζανθρώπων»[47].
Εὐτυχῶς ὑπάρχουν ἀντιδράσεις πού θορύβησαν τούς ἡγέτες τῆς Παγκοσμιοποίησης τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς καί τῆς οἰκονομίας.[48] Ἐπισημαίνεται ἡ ἀνάγκη ἑνός πολύπλευρου καί πολυεπίπεδου διεθνοῦς διαλόγου πρός περαιτέρω διερεύνηση καί ἀνάλυση τοῦ πολυσύνθετου αὐτοῦ φαινομένου. Στά πλαίσια αὐτοῦ τοῦ διαλόγου πρέπει ἰδιαιτέρως νά τονιστοῦν τά ἀποτελέσματα τῶν ἐπιδιώξεων τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Παγκοσμιοποίησης, πού ἢδη ἂρχισαν νά ἐμφανίζονται, πού εἶναι ἡ διάσπαση τῆς κοινωνίας καί ὁ θρυμματισμός τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, πού συνεπάγεται κρίση τῆς Δημοκρατίας τῆς συλλογικῆς εὐθύνης καί τῆς ἀντιπροσωπευτικότητας. Ἡ πολυεπίπεδη αὐτή κρίση ἐχει ὁδηγήσει μάλιστα πολλούς πολιτικούς ἐπιστήμονες καί φιλοσόφους νά μιλοῦν γιά τόν σχηματισμό τῆς λεγόμενης «Μεταδημοκρατίας», ὡς κατάσταση ἀποδυνάμωσης τῆς Δημοκρατίας. Ὁ ὑλιστικός εὐδαιμονισμός καί ὁ ἀνύπαρκτος κοινοτισμός τῆς Μεταδημοκρατίας, προκαλεῖ ὃμως ἑστίες πνευματικῆς καί κοινωνικοπολιτικῆς ἀντίδρασης.[49]
Τέλος, στό πλαίσιο αὐτό τῶν γόνιμων ἀντιδράσεων, καί δή στόν εὐαίσθητο τομέα τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ σύγχρονη πολιτική θεωρία ἒχει ἢδη διά πολλῶν ἀναλύσει τόν χαρακτήρα αὐτῶν καί τά τελευταῖα χρόνια μάλιστα ἀποδέχεται καί τή θετική συμβολή τοῦ Χριστιανισμοῦ τόσο στή γέννηση ὃσο καί στήν προάσπιση καί ἀνάπτυξή τους.[50] Δέν εἶναι ἑπομένως τυχαῖο τό γεγονός ὃτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐδῶ καί πολλά χρόνια διεξάγει διάλογο μέ πολιτικές ὁμάδες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, ἀλλά καί μέ ἂλλους Διεθνεῖς Ὀργανισμούς, τόσο γιά τά Ἀνθρώπινα Δικαιώματα ὃσο καί γιά ἂλλα σύγχρονα προβλήματα στήν ἐποχή τῆς Παγκοσμιοποίησης.[51]
Κεντρική ἰδέα ὃλων αὐτῶν τῶν θετικῶν ἐνεργειῶν παραμένει τό γεγονός, ὃτι ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν σέ μιά κοινωνία δομεῖται στό προϋπάρχον πεδίο τῶν θρησκευτικῶν, πολιτιστικῶν καί συμβολικῶν ἀξιακῶν συστημάτων πού συγκροτοῦν τήν ταυτότητά της. Ἡ ταυτότητα αὐτή πού νοηματοδοτεῖ τίς διαπροσωπικές καί διακοινωνικές σχέσεις δέν ἐγκλωβίζεται σέ μιά ἐσωστρεφή περίκλειστη κοινότητα, ἀλλά ἀνοίγεται καί διαλέγεται μέ τήν κοινωνία σέ παγκόσμιο καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο.[52] Μέ βάση τά δεδομένα αὐτά, καθίσταται ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη στό σύγχρονο κόσμο τῆς μετα-εκκοσμίκευσης νά ἀναδειχθεῖ ἐκ νέου ὁ προφητικός καί κριτικός ἱεραποστολικός λόγος καί ρόλος τῶν Ἐκκλησιῶν[53], ἀπέναντι στά φαινόμενα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, τῆς ξενοφοβίας, τοῦ ρατσισμοῦ, τῶν παραφιλοσοφικῶν ὀργανώσεων, τῶν ἐπικίνδυνων αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων καί τῶν συναφῶν καταστροφικῶν λατρειῶν καί σεκτῶν, τοῦ ποικιλώνυμου Φονταμενταλισμοῦ, τῆς Παγκοσμιοποίησης καί τῆς πολιτικῆς καί οἰκονομικῆς ἐκμετάλλευσης.
[1] Κωνσταντίνου Π. Κωτσιόπουλου, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλoνίκη 2017, σ. 252. Τοῦ αὐτοῦ, Παγκοσμιοποίηση, κατασκευή καί πραγματικότητα, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2020.
[2] Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Κοινά στοιχεῖα τῆς «Νέας Ἐποχῆς» μέ τό παγκόσμιο Νεοπαγανιστικό φαινόμενο, Πρακτικά ΙΖ΄ Πανορθοδόξου συνδιασκέψεως ἐντεταλμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν και Ἱερῶν Μητροπόλεων γιά θέματα αἱρέσεων καί παραθρησκείας, Ἀθήνα 2007, σ. 201.
[3] Ἑνας Γάλλος ἱερωμένος ὁ Jean Vernette, ὑπεύθυνος τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως τῆς Γαλλίας γιά θέματα παραθρησκείας καί αἱρέσεων, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται παγκοσμίως μεγάλη αὐθεντία στά θέματα αὐτά, ἀναφέρει σχετικά: « Τό μήνυμα τῆς Νέας Ἐποχῆς εἶναι ὃτι οἱ ἐποχές ἀλλάζουν νομοτελειακά μέ βάση τά ζώδια τῆς ἀστρολογίας. Καί τώρα, θά γίνει -νομοτελειακά- μετάβαση ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἰχθύων στήν ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου! Μέ τήν ἀλλαγή ἐποχῶν ἐπέρχεται καί βαθειά καί ριζική ἀλλαγή στόν ἂνθρωπο καί στό σύμπαν! Ἒρχεται μία πιό βαθειά κατανόηση, πιό σωστή. Με πολλές πτυχές. Οἱ κυριότερες ἀπό αὐτές εἶναι: - Κάθε ἐποχή ἒχει ἓναν μεγάλο διδάσκαλο. Ἡ ἐποχή τῶν Ἰχθύων εἶχε τόν Χριστό. Τόν διδάσκαλο τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου, τόν ἀναμένουμε! Ἡ πνευματική κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ λήγει!... - Μέ τήν ἀλλαγή ζωδίου, ἀλλάζει ἡ πνευματική ζωή, ἀλλάζει ἡ συνείδηση, ἀλλάζει ἡ γνώση, καί γενικά ἀλλάζει ἐντελῶς ἡ θεώρηση τοῦ κόσμου καί τῶν πτυχῶν τῆς ζωῆς! - Ἀλλάζει καί ἡ θεώρηση τῆς θρησκείας! Τώρα θά τό συνειδητοποιήσει ὁ κόσμος, ὃτι ὁ Θεός, δέν εἶναι πρόσωπο, ἀλλά ἐνέργεια! Καί ὃτι θρησκευτική ζωή δέν εἶναι πιά ἡ τήρηση κάποιου θελήματος τοῦ Θεοῦ,( ἀφοῦ δέν εἶναι πρόσωπο, πῶς θά μποροῦσε νά ἒχει θέλημα; ) ἀλλά ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν θεία ἐνέργεια μέ τεχνικές! Δηλαδή κάτι, σάν τήν σύλληψη τῶν μαγνητικῶν καί ἠχητικῶν κυμάτων μέ βάση τίς νέες ἀνακαλύψεις καί τήν νέα τεχνολογία!», J. Vernette, Sectes. Que faire? Que dire? Paris 1994, p.117ss, 200.
[4] Περιοδικό ΖΕΝΟΦΙ, τεῦχ. 2, Μάρτιος-‘Ἀπρίλιος 1991, σ.52.
[5] Πρωτοπρ. Βασιλείου Ἁ. Γεωργοπούλου, Ἀποκρυφισμός καί Νέα Ἐποχή, Πρακτικά…, ὃπ.π., σ. 115.
[6] Περιοδικό ΔΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ, τ. 13, Σεπτ.- Ὀκτ. 2004.
[7] Ἡ νεότερη θεοσοφική κίνηση, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἐνσωματώθηκε στήν ἀπό τό 1875 ἱδρυθεῖσα διεθνῆ θεοσοφική ἑταιρεία καί στίς μετέπειτα ἀπό αὐτήν ἀποσχισθεῖσες Γερμανικές καί Ἑλβετικές θεοσοφικές ἑταιρεῖες, ὀφείλει τήν πρώτη ὣθησή της στήν Ἓλενα Μπλαβάτσκυ (Blavatsky), ἣ κατά τόν ρωσομαθῆ Γ. Παπαμιχαήλ, Μπλαβάτσκαγια, [ Θεοσοφία, Μελἐτη Ἀπολογητική ἐν Ἐκκλ. Φάρῳ, τόμ. ΙΣΤ΄, σ. 415]. Στήν ἐθνικότητα Ρωσίδα ἡ Ἑλένη Πετρόβνα de Hahn γεννήθηκε στό Αἰκατερινοσλάβ τό 1831 καί ἀπό νεαρῆς ἡλικίας ἐκδήλωσε ἐξαιρετικές ἰδιότητες πνευματιστικοῦ διαμέσου (medium), ἓνεκα τοῦ ὁποίου ἐπεδόθη πολύ νωρίς στόν Πνευματισμό καί τόν ἀποκρυφισμό ἐν γένει. Στά δεκαεπτά της χρόνια ἡ Πετρόβνα συνεζεύχθη τόν ἑβδομηκονταετῆ στρατηγό Νικηφόρο Blavatsky, τόν ὁποῖο ὃμως ἐγκατέλειψε μετά ἀπό λίγο γιά νά ἀναχωρήσει στό ἐξωτερικό. Μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἡ Blavatsky ἐπεχείρησε ταξίδι στίς Ἰνδίες καί μάλιστα στό Θιβέτ, ὃπου μυήθηκε στίς ἀπόκρυφες ἐπιστῆμες ἀπό διδασκάλους αὐτόχθονων, μυστῶν τῆς Ἰνδικῆς φιλοσοφίας. Ἀφοῦ ἒφθασε κατόπιν στήν Αἲγυπτο, τήν κοιτίδα αὐτήν τῶν ἀρχαίων μυστηρίων, ἀποπειράθηκε νά ἱδρύσει ἐκεῖ κάποια πνευματική ἑταιρεία, ἀλλά οἱ προσπάθειές της ἀπέβησαν ἂκαρπες. Ἳδρυσε τελικά στή Νέα Ὑόρκη τήν πρώτη θεοσοφική ἑταιρεία στίς 17 Νοεμβρίου 1875. Μετά τήν ἳδρυση τῆς θεοσοφικῆς ἑταιρείας ἡ Blavatsky ἐπεδόθη μέ ζῆλο στό συγγραφικό της ἒργο καί ἐντός ὀλίγου κατόρθωσε μέ ἀξιόλογη δεξιότητα νά συναγάγει ὃλες τίς παραδόσεις τοῦ ἀποκρυφισμοῦ στό σύγγραμμά της « Ἡ Ἶσις ἀποκαλυπτομένη» (Isis unveiled, τόμ. Ι – ΙΙ, 1875), στό ὁποῖο στοιχεῖα δανεισμένα ἀπό τήν μυθολογία τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας, καθώς καί ἀπό τήν μαγεία καί τόν Γνωστικισμό, συνδυάζονται μέ διδασκαλίες εἰλημμένες ἀπό τίς Ἰνδουϊστικές θρησκεῖες καί τά φιλοσοφήματα. Περισ. Βλ. Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Θεοσοφία, ἐκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἂθῆναι-Μάρτιος 1984, σελ. 9-17. Ἀναλυτικότερα βλ. Annie Basant, ἂρθρον ἐν J. Hastings, Encyclopaedia of Religion and Ethics, Edinburgh 1921, Τόμ. ΧΙΙ, σελ. 300, τῆς αὐτῆς, Πρός τήν Μύησιν, μετάφρ. ἐκ τοῦ Ἀγγλικοῦ, ἒκδ. Θεοσοφικοῦ Ἐκδοτικοῦ οἲκου, ἐν Ἀθήναις 1930, τῆς αὐτῆς, Ἡ ἀρχαία σοφία, μετάφρ. ἐκ τοῦ Ἀγγλικοῦ, ἐν Ἀθήναις 1925. C. W. Leadbeater, Οἱ διδάσκαλοι καί ἡ ἀτραπός, μετάφρ. ἐκ τοῦ Ἀγγλικοῦ ἐπιμελείᾳ Ν. Καρβούνη, ἐν Ἀθήναις 1928. Th. Pascal, Ἡ Θεοσοφία εἰς ὀλίγα κεφάλαια, μετάφρ. Ἣβης Κούγια, ἐν Ἀθήναις 1925. Γρηγ. Παπαμιχαήλ, Θεοσοφία, Μελέτη ἀπολογητική ἐν Ἐκκλ. Φάρῳ, τόμ. ΙΣΤ΄, σελ. 415. Leonce de Grandmaison, Theosophie, στό A. D’ Ales, Dictionaire Apologetique de la foi Catholique, τόμ. IV, σελ. 1657-1660.
[8] Why I became a Theosophist, London 1891, σελ. 18.
[9] Βλ. Hastings, ὂπ.π., σελ. 302. Πρβλ. καί Ἀρχαία Σοφία, ὃπ.π. σελ. 45.
[10] Ὃπ.π., σελ. 301-302.
[11] Βλ. Ἀρχαία Σοφία, ὃπ.π., σελ. 48.
[12] Ὃπ.π., σελ. 11.
[13] Hastings, ὃπ.π.
[14] Ἀρχαία Σοφία, σελ. 45-46.
[15] Τά κοινῶς λεγόμενα σ τ ο ι χ ε ι ά.
[16] Ἀρχαία Σοφία, σελ. 17.
[17] Βλ. Πρωτοπρ. Ἀθανασίου Νίκου, Θεία Πρόνοια καί Εἱμαρμένη κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, ( Διατριβή ἐπί διδακτορίᾳ), Θεσσαλονίκη 2007, σ. 12 καί ἑξῆς.
[18] Τά Ἑρμητικά, προερχόμενα ἀπό τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ., διασώζουν παλαιότερο ὑλικό καί περιέχουν τό ἀποκαλυπτικό κήρυγμα τοῦ Ἑρμῆ Τρισμεγίστου, δηλαδή τοῦ αἰγυπτιακοῦ θεοῦ Θώθ. Οἱ ἑλληνοαιγυπτιακοί κύκλοι ἀπό τούς ὁποίους προέρχονται δέν εἶχαν ἂλλη λατρεία ἐκτός ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν βιβλίων αὐτῶν, τήν ἀπαγγελία ὓμνων καί τήν τέλεση ὁρισμένων μαγικῶν πράξεων. Ἦταν εἶδος ὑποκατάστατου θρησκείας. Μεταξύ τῶν βιβλίων αὐτῶν μέ τό ποικίλο περιεχόμενο, θεοσοφικό, ἀστρολογικό, βοτανολογικό, ἰατρικό, μαγικό, διακρίνονται τό Βροντολόγιον καί ὁ Ποιμάνδρης. Συνδυάζουν δημιουργική φαντασία μέ θρησκευτική πνοή. Ἂν καί ὑπάρχει ἑνιαία γραμμή γενικά, στίς λεπτομέρειες παρατηροῦνται διαφορές, ἀκόμη καί ἀντιφάσεις. Περισσότ. Βλ. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες καί θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. Α΄, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 87-92.
[19] PG 7, 433-1224.
[20] Κ. Κωτσιόπουλου, Κοινωνιολογία…, ὃπ.π.
[21] Ὃπ.π., σ.253.
[22] Ὃπ.π.
[23] Friedrich Heiler, Die indischen Religionen, ἐκδ. Goethe-Universität, Frankfurt 1997, σ. 241.
[24] Ἠλία Νικολακάκη, Δρ. Θ., Ἱστορία καί διδασκαλία ξένων θρησκευμάτων, Θεσσαλονίκη 1991, σ.384.
[25] Περισσότερα καί ἀναλυτικότερα βλ. Εὐ. Σδράκα, Ἐγχειρίδιο Ἱστορίας τῶν Θρησκευμάτων, ἐν Θεσσαλονίκῃ 1966. Γρ. Ζιάκα, Ἱστορία τῶν Θρησκευμάτων Α΄. Τά Ἰνδικά θρησκεύματα, Θεσσαλονίκη 1986. Θ. Πάντουβα, Ἑρμηνευτικό λεξικό τῆς Ἰνδικῆς Φιλοσοφίας καί Γιόγκας, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1989. Helmuth von Glasenapp, Die fünf Weltreligionen, Diederich 2001.
[26] Κ. Κωτσιόπουλου, Κοινωνιολογία.., ὃπ.π., σ. 256.
[27] Ὃπ.π.
[28] Ἀντωνίου Μ. Παπαδοπούλου, Σύγχρονες αἱρέσεις καί «θρησκευτικά» κινήματα στήν Ἑλλάδα, ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 1991, σ. 270. Λεπτομέρειες βλ. π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, ἒκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως καί Πρεβέζης, Πρέβεζα 1991.
[29] Βλ. σχετικές δημοσιεύσεις τῆς γερμανικῆς ἐφημερίδας « Der Spiegel», περί τῆς «Διεθνοῦς Κινήσεως τῆς ἀδελφότητος τῆς Γιόγκα», NR. 39, 9-85. NR 41. 10-85. Ἐπίσης γερμανική ἐφημερίδα «Stern», NR 41, 10-85, NR 12-3-85.
[30] Δ. Δρίτσα, Δ. Μόσχου, Στυλ. Παπαλεξανδρόπουλου, Χριστιανισμός καί Θρησκεύματα, Ἀθήνα, σ.27. Παρβλ. Κ. Κωτσιόπουλου, ὃπ.π., σ.257.
[31] Κ. Κωτσιόπουλου, ὃπ.π., σ.253-254. Ἐπίσης, διαβάζουμε στό περιοδικό «Der Spiegel» ὃπ.π.: «Ὃποιος ἒχει πίστη δέ θα βρεῖ τό Χριστό ἀλλά τόν Γκουροῦ. Ὁ Γκουροῦ εἶναι ὁ Βράχμα, εἶναι ὁ Σίβα, γιατί ἐκμηδενίζεται στόν κόσμο καί τήν ἀτομικότητα. Ὁ Χριστός εἶναι ἓνας Γκουροῦ, δίπλα στό Βούδα, τόν Κρίσνα, τόν Πόμα καί ἂλλους».
[32] Wilfried Nölle, Wörterbuch der Religionen, München 1964, σ. 229.
[33] Κ. Κωτσιόπουλου, ὃπ.π., σ.255
[34] Τοῦ αὐτοῦ, Ἀνάλεκτα Κοινωνιολογίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 27.
[35] H. v. Klasenapp, Von Buddha zu Gandhi Aufsätze zur Geschichte d. Religionen Indiens, Wiesbaden 1962, σ. 432.
[36] Τοῦ αὐτοῦ, Die nichtchristlichen Religionen, Fischer Bücherei, Jan. 1964, σ. 119.
[37] Ὃπ.π. Βλ. καί Max Weber, Religionssoziologie, Tübingen 1921, σ. 245 καί ἑξ. Bergmann, Nomadische Streifereien, τόμ. Ι, σ. 261, στό C. F. Koppen, Die Religion des Buddha, Berlin 1857, σ. 462.
[38] J. Rawls, Ὁ πολιτικός φιλελευθερισμός, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2000, σ. 210. Παρβλ. Κ. Κωτσιόπουλου, Ἀνάλεκτα…, ὃπ.π., σ. 31.
[39] Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Οἰκοδόμοι Πολιτισμοῦ, Ἀθῆναι 1962, σ. 34.
[40] Εὐαγγέλου Ἀντωνιάδου, Ὁ Ἂγνωστος Θεός, Ἀθῆναι 1904.
[41] Γιά σχετικές λεπτομέρειες βλ. Εὐαγ. Θεοδώρου, ὃπ.π., σ. 34 καί ἑξ.
[42] Βλ. Εὐαγ. Θεοδώρου, ὃπ.π.
[43] Ἀποκ. 9,2.
[44] Βλ. Λ. Σκόντζου, ὃπ. π., σ. 222-223.
[45] Ἡ «πολυπολιτισμικότητα» σέ ἐσωτερικό, ἐθνικό ἐπίπεδο, ἐπιχειρεῖ τήν ἀναίρεση τῆς πολιτιστικῆς ἰδιαιτερότητας, ὣστε βαθμιαῖα νά ὁδηγήσει σέ ὁμογενοποίηση. Κατ’αὐτόν τόν τρόπο, ἡ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» τίθεται σέ ἲδιο ἐπίπεδο μέ ἂλλες ὁλιγάριθμες θρησκευτικές κοινότητες. Βλ. Κ. Κωτσιόπουλου, Κοινωνιολογία…, ὃπ.π., σ. 240.
[46] Ὃπ. π., σ. 259.
[47] Ὃπ.π., σ. 243.
[48] Πρόκειται γιά τίς διαμαρτυρίες πού ἀναπτύχθηκαν στό Παγκόσμιο Οἰκονομικό Φόρουμ στό Νταβός, καί στή σύνοδο τοῦ Παγκόσμιου Ὀργανισμοῦ Ἐμπορίου στό Σιάτλ. Μάλιστα ὁ τότε Ἀμερικανός πρόεδρος, Μπίλ Κλίντον, θεώρησε καθῆκον του, πέραν φυσικά τῆς ἀπόλυτης ὑποστήριξης τῆς Παγκοσμιοποίησης, νά ἐπισύρει τήν προσοχή τῶν ἀκροατῶν στήν ἀνάγκη ἒγκαιρης ἐνσωματωσης τῶν ἀντιδράσεων. Ὁμολόγησε ὃτι: «Δέν μποροῦμε νά ἰσχυριζόμαστε ὃτι ἡ Παγκοσμιοποίηση εἶναι ἁπλῶς οἰκονομική ὑπόθεση. Πρέπει νά πάψουμε νά ἀρνούμαστε ὃτι αὐξάνουν οἱ ἀνισότητες…Δέν εἶμαι σύμφωνος μέ ἐκείνους πού δείχνουν περιφρόνηση πρός τίς νέες δυνάμεις, πού ζητοῦν νά ἀκουστοῦν στόν παγκόσμιο διάλογο». Βλ. Γ. Δελαστίκ, «Τό φάντασμα τοῦ Σιάτλ πάνω ἀπό τό Νταβός», ἐφημ. Καθημερινή (6 Φεβρουαρίου 2000). Παρβλ. Κ. Κωτσιόπουλου, ὃπ.π., σ. 244.
[49] Περισσότερα βλ. Κ. Κωτσιόπουλου, Κοινότητα, Συμβολή στήν Κοινωνιολογική διερεύνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2009.
[50] Ἐδῶ ἀρκεῖ ἡ ἀναφορά τοῦ μεγάλου σύγχρονου φιλοσόφου J. Habermas ( Γιούργκεν Χάμπερμας-Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, Ἡ διαλεκτική τῆς ἐκκοσμίκευσης, Λόγος καί Θρησκεία, ἐκδ. Ἐστία, Ἀθήνα 2010, σς. 40 ε.) , ἀλλά καί τῶν ἐπίσημων θεσμικῶν κειμένων τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Συντάγματος καί τῆς Συνθήκης τῆς Λισσαβόνας, τά ὁποῖα μιλοῦν γιά ἓναν τακτικό, διαφανῆ, ἰσότιμο καί γόνιμο διάλογο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἓνωσης μέ τίς Ἐκκλησίες, πρός ὂφελος τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν στήν ὁποία ἐντάσσεται ἀσφαλῶς καί ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν. Ἡ Σύνοδος τῶν Ὑπουργῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας, ἢδη ἀπό τό 1985 εἶχε ἐπισημάνει μάλιστα τήν ἀναγκαιότητα ἑδραιώσεως τῆς Παιδείας Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ ὁποία μποροῦσε νά λειτουργήσει σέ ἠθική, πολιτισμική, διαθρησκειακή καί φιλοσοφική κατεύθυνση. ( Εὑρύτερες ἀναλύσεις γιά τίς ἀναφορές αὐτές τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Συντάγματος βλ. ἐνδεικτικά Εὐαγ. Βενιζέλου, «Τό Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα καί τό θρησκευτικό φαινόμενο», Νομοκανονικά 4, 2005, 11-30). Παρβλ. Κ. Κωτσιόπουλου, Ἀνάλεκτα…, ὃπ.π., σ.80 καί ἑξ.
[51] Περισσότερα βλ. Κ. Κωτσιόπουλου, Θρησκεία καί Πολιτική, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2015, σσ. 273 καί ἑξ.
[52] Τοῦ αὐτοῦ, Ἀνάλεκτα…, ὃπ.π., σ. 7.
[53] Περισσότερα γιά τό πολύπλευρο θέμα τῆς Ἱεραποστολῆς βλ. Ἀχιλλέα Παπατόλιου, Ἱεραποστολή καί Θρησκευτική Ἐλευθερία, (Διδακτορική Διατριβή) , Θεσσαλονίκη 2016. Τοῦ αὐτοῦ, Ἱεραποστολή καί ἐκκοσμίκευση, ἐπιστημ. Περιοδικό Κόσμος, Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας καί Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ Α.Π.Θ., 9, Θεσσαλονίκη 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.