Στην
εποχή μας, όπως έχουμε δει και ακούσει όλοι, διεξάγεται ένας έντονος διάλογος
για τη θέση της πίστης σε σχέση με κάποια πορίσματα και θεωρίες της επιστήμης.
Κάποιες φορές οι πιστοί παρεξηγούν την επιστήμη συνολικά, ενώ οι άνθρωποι που δηλώνουν
«άθεοι», συχνά ασκούν πίεση στους πιστούς, σχολιάζοντας ότι η πίστη είναι κάτι
«παράλογο» και αυτό τάχα, το «επιβεβαιώνει» η επιστήμη.
Φυσικά,
ούτε η Εκκλησιαστική πίστη βρίσκεται εκτός λογικής (αφού δεν έχει ως αρχή
κάποια ανεξέλεγκτη αποδοχή θέσεων, αλλά σχετίζεται με τις έννοιες της εμπιστοσύνης
και της αξιοπιστίας με βάση τα βιώματα και τη μαρτυρία της πρωτοχριστιανικής
κοινότητας αλλά και των μεταγενέστερων αγίων της), ούτε από την άλλη, ο ρόλος
της επιστήμης είναι να υπηρετεί την εκάστοτε κοσμοθεωρία. Σκοπός της επιστήμης
είναι απλώς να μελετά το επιστητό, και όχι να παράγει δήθεν «επιστημονικά»
συμπεράσματα στηριγμένα σε θρησκειο-φιλοσοφικά επιχειρήματα.
Θα
πρέπει, για παράδειγμα, να πάψουμε να ακούμε προβληματικά «πορίσματα» του τύπου:
[α)] «είναι πιθανόν ο άνθρωπος να είναι κρίκος στην Εξέλιξη των ειδών», [β)] «ΑΡΑ
η παρουσία του ανθρώπου στη γη δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα σκόπιμης
ενέργειας κάποιου Δημιουργού»!
Ας
είμαστε κατηγορηματικοί απέναντι σε αυτές τις αυθαιρεσίες. Από τα ‘α)’ και ‘β)’,
ΜΟΝΟ το πρώτο αποτελεί πρόταση σχετική με την επιστήμη, ενώ το δεύτερο είναι
θρησκειο-φιλοσοφική τοποθέτηση! Όταν κάποιος προσπαθεί να τα κολλήσει μαζί, το
‘β)’ ως δήθεν συνεπαγωγή του ‘α)’, προφανώς νομίζει ότι συζητάει σε καφενείο
για να περνάει την ώρα του. Διότι, ακόμα κι αυτούς που πιστεύουν πως ο άνθρωπος
εμφανίστηκε διαμέσου της «Εξέλιξης», τίποτα δεν τους εμποδίζει να βρίσκεται η
διαδικασία αυτή υπό την επιστασία του Δημιουργού. Το διαδίκτυο, δυστυχώς, είναι
γεμάτο από προσπάθειες, να μετατραπεί η επιστήμη σε υπηρέτη των διαφόρων
ιδεολογιών.
Βεβαίως,
αυτά τα φαινόμενα υπάρχουν επειδή η πλευρά των «άθεων» ξεχνά πάντα ότι βασική
διδασκαλία της Ορθοδοξίας είναι η οντολογία περί Κτιστού και Ακτίστου, όπου το Άκτιστο,
δηλ. ο Τριαδικός Θεός δεν έχει ουδεμία σχέση στη φύση/ουσία Του με οτιδήποτε
άλλο στην κτιστή Δημιουργία, είτε αυτό είναι υλικό (ορατός κόσμος), είτε είναι
πνευματικό (ψυχή, άγγελοι κ.λπ.). Ο Θεός, δεν ανήκει στο επιστητό. Αιώνες πριν
υπάρξει καν η έντονη αντι-χριστιανική πολεμική του Διαφωτισμού, η Εκκλησιαστική
διδασκαλία αποσαφηνίζει ότι, ποτέ, ουδεμία πρόοδος επιστημονική, δεν θα
μπορέσει να οδηγήσει στην εργαστηριακή εξέταση και απόδειξη της ύπαρξης του
Θεού. Όσο κι αν θα το ήθελε η πλευρά των απίστων ή η πλευρά των πιστών, κανείς
ΠΟΤΕ δεν θα μπορέσει να «αποδείξει» τον Θεό, με τον τρόπο που η επιστήμη
παρέχει αποδείξεις για κάποια πτυχή του επιστητού.
Αυτό
σημαίνει ότι είναι απολύτως αδύνατο να συγκρουστεί οποιαδήποτε στιγμή της
ιστορίας, το «πως» (έρευνα της επιστήμης για τη Δημιουργία) με το «ποιος»
(εκκλησιαστική πίστη στον Τριαδικό Θεό και Δημιουργό) της Δημιουργίας.
Όπως
χαρακτηριστικά λέει ο Μέγας Βασίλειος, μπορούμε να αποδεχτούμε την γη ως «αφ’
εαυτής εδραζομένην» στα πλαίσια των φυσικών νόμων, χωρίς αυτό να μας εμποδίζει
να ομολογήσουμε ότι η Δημιουργία βρίσκεται «εν τη χειρί του Θεού».
Καθώς,
ήδη από τον 4ο αιώνα, μας διδάσκει με έναν λόγο, από τον οποίο «δεν απουσιάζει
η λογική και η νομοτέλεια μέσα στις φυσικές διαστάσεις», ο Μέγας Βασίλειος απαλλάσσει
τον πιστό σήμερα από περιττές έγνοιες και προβληματισμούς σχετικά με
οποιαδήποτε πορίσματα ή θεωρίες της επιστήμης στο ζήτημα της Δημιουργίας.
Επιπλέον,
θα ήταν άτοπο να μιλάμε για «σύγκρουση» πίστης και επιστήμης, όταν σύμφωνα με
την εκκλησιαστική νομοθεσία, πολλά επαγγέλματα που απαιτούν σπουδές και
επιστημονικό υπόβαθρο θεωρούνται «συμβατά με την ιδιότητα του Κληρικού» όπως «του
ηλεκτρονικού, του τεχνικού [...] ερευνητικά επαγγέλματα: Φυσικοί, Χημικοί,
Βιολόγοι, Μεταλλειολόγοι, Γεωλόγοι, Σεισμολόγοι, Γεωχημικοί, Μετεωρολόγοι,
Αστρονόμοι, Αστροφυσικοί κ.ά. [...] Επαγγέλματα Κοινωνικής και Ανθρωπιστικής
φύσεως: Ψυχολόγοι, Κοινωνικοί Λειτουργοί, Νοσηλευταί [...]» και πολλά
άλλα.
Απαραίτητες
διευκρινήσεις
Για
να αποφύγουμε τις όποιες παρεξηγήσεις, θα θέλαμε στο σημείο αυτό να
ξεκαθαρίσουμε το νόημα της ορολογίας που χρησιμοποιούμε.
Ως
αποδεδειγμένο «πόρισμα της επιστήμης» θεωρούμε κάθε αποτέλεσμα μιας
εργαστηριακής έρευνας το οποίο, απ’ όσο γνωρίζουμε, θεωρείται δεδομένο και δεν
συναντά ισχυρές αμφιβολίες από τους ειδικούς. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι
είναι δυνατόν να γίνει μια «χαρτογράφηση» του DNA και ότι αυτά τα στοιχεία που
εικονίζονται στις οθόνες των Η/Υ των ερευνητών αντιπροσωπεύουν κάποιον «χάρτη»
του DNA, το θεωρούμε «πόρισμα της επιστήμης».
Δεν
θεωρούμε όμως «πόρισμα της επιστήμης» την πρόταση π.χ. ότι, καλό είναι αφού
μάθουμε τα πάντα για το DNA να κλωνοποιήσουμε ανθρώπους. Αυτό δεν είναι επιστημονικό
πόρισμα αλλά μία ΠΡΟΤΑΣΗ εφαρμογής του επιστημονικού πορίσματος, απέναντι στην
οποία δικαιούμαστε φυσικά να διαφωνούμε.
Ακόμα
και ως προς την γνωστή «θεωρία της Εξέλιξης» η οποία συχνά γίνεται
αντικείμενο συζήτησης, δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε την δημιουργία σύγχυσης:
σχετική με την επιστήμη θα μπορούσε να θεωρηθεί ΜΟΝΟ η έρευνα για τον μηχανισμό
της «Εξέλιξης». Το αν όμως υπάρχει Δημιουργός πίσω από τον μηχανισμό αυτό,
είναι θρησκειο-φιλοσοφικό ερώτημα και δεν ανήκει σε καμία επιστήμη και σε
κανέναν δήθεν «επιστήμονα».
Θα
πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι:
Η
αναφορά αποκλειστικά σε εργαστηριακές έρευνες σχετικά με τον μηχανισμό της
«Εξέλιξης», είναι επιστήμη. Η κατάχρηση όμως των ερευνών της θετικής επιστήμης
γενικά, και το άπλωμά τους σε χώρους που ανήκουν στη θρησκεία, τη φιλοσοφία,
την ψυχολογία ή την κοινωνιολογία, ονομάστηκε και εξακολουθεί να ονομάζεται «επιστημονισμός»,
και αποτελεί ένα ξεπερασμένο ιδεολογικό φαινόμενο το οποίο αδιαφορεί για τον
πολύπλοκο χαρακτήρα των οργανικών όντων, των ψυχικών λειτουργιών και των
κοινωνικών φαινομένων.
Ο
μηχανισμός εμφάνισης των ειδών που προσπαθούν να διατυπώσουν οι επιστήμονες,
ονομάζεται «Εξέλιξη». Όταν όμως στα επιστημονικά ευρήματα προσδίδουμε αυθεντία
και για χώρους που ανήκουν στη θρησκεία ή τη φιλοσοφία, αυτό αφορά την τάση του
επιστημολογικού αθεϊσμού και δίκαια μπορεί να ονομάζεται «εξελικτισμός», με την
έννοια ότι αφορά πλέον μια ιδεολογία και μια κοσμοθεωρία αλλά όχι την επιστήμη
καθεαυτή.
Κλασικό
παράδειγμα αποτελεί ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, συγγραφέας του βιβλίου «Η Περί Θεού
Αυταπάτη»: όσο παραμένει στα πλαίσια μιας ανάλυσης του μηχανισμού εμφάνισης των
ειδών, είναι επιστήμονας, θεωρητικός της «Εξέλιξης». Όταν όμως πάει να εμπλέξει
εκεί την παρουσία ή όχι του Δημιουργού και τις ύβρεις του ενάντια στον
χριστιανισμό, τότε μετατρέπεται σε έναν πιστό της ιδεολογικής πρότασης του
«Εξελικτισμού». Το γεγονός που τον αναδεικνύει σε μέγιστο απατεώνα της εποχής
μας, είναι ότι προσπαθεί να περάσει τις προτάσεις του «Εξελικτισμού», κρυμμένες
κάτω από το μανδύα της θεωρίας της «Εξέλιξης». Αυτή η αδίστακτη εκμετάλλευση
της επιστήμης στο όνομα της ιδεοληψίας του, αποτελεί εκτροχιασμό εξαιτίας του
οποίου έχει δεχτεί δυσμενή σχόλια και κριτικές από συναδέλφους του.
Φυσικά,
η αντίθεση του χριστιανισμού προς τον «Εξελικτισμό» δεν μένει μόνο στο βασικό
ερώτημα περί Θεού, αλλά πίσω από το ιδεολόγημα αποκαλύπτει και έναν βαθύτερο
κίνδυνο για τον ανθρώπινο πολιτισμό:
Εάν
κάποιος στην κοσμοθεωρία του αρνείται να δει σχέσεις προσώπων και αποδέχεται
μόνο την επικράτηση του ισχυροτέρου, τότε εξαγιάζεται ο νόμος της ζούγκλας και
το δίκαιο του ισχυρού. Η ισχύς του δικαίου παραμερίζεται, και η επικράτηση του
δυνατού (σε οικονομία, κράτη, φυλές, φύλα κ.λπ.) φεύγει από τη σφαίρα της
παθογένειας (και της αμαρτίας) και μετατρέπεται σε ύψιστη αξία, απενοχοποιώντας
την αλληλοεξόντωση και την επικυριαρχία σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής. Και
τελικά, ποιος ωφελείται από τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, από μια εδραίωση του
νόμου της ζούγκλας στις συνειδήσεις και στις κοινωνίες; Τα απροστάτευτα μέλη
της, ή μήπως τα «σαρκοβόρα» πάσης φύσεως;
Δεν
θα πρέπει λοιπόν ο χριστιανός να παραλείψει όλα αυτά από τον αντίλογό του, ώστε
να αποκαλύψει ότι πίσω από τον Εξελικτισμό δεν κρύβεται τίποτε άλλο παρά μια
νοσηρή προσπάθεια να δικαιωθεί η απόλυτη κυριαρχία των ενστίκτων, που για τα
ζώα μπορεί να είναι αποδεκτή, για τον άνθρωπο όμως αποτελεί οπισθοδρόμηση σε
εποχές από τις οποίες πέρασε με πολύ κόπο και αίμα. Άλλο λοιπόν «Εξέλιξη» και
άλλο «Εξελικτισμός», ο οποίος αποτελεί, σαφέστατα, ιδεολογία.
Πίστη
και Επιστήμη κατά τον Μ. Βασίλειο
Ο Μ.
Βασίλειος ήταν ένας σοφός δάσκαλος, ένας από τους τρεις ιεράρχες, τους τρεις
επίσημα αναγνωρισμένους Οικουμενικούς Διδασκάλους της Ορθοδοξίας.
Πολυμαθής
και ανθρωπιστής, έφερε τον μοναχισμό και τα μοναστικά ιδρύματα στις πόλεις και
στην υπηρεσία των αρρώστων και των αδυνάτων. Σπούδασε στην Αθήνα φιλολογία, φιλοσοφία
και ρητορική, ενώ έλαβε και βασικές γνώσεις ιατρικής.
Ας
εξετάσουμε τώρα μια πολύ σημαντική ρήση αυτού του σπουδαίου Πατέρα της
Εκκλησίας από τις ομιλίες του «εις την εξαήμερον», η οποία σχετίζεται απόλυτα
με το ζήτημα που μας απασχολεί, για τη σχέση Δημιουργού και επιστήμης στην
Ορθόδοξη Παράδοση:
«Τούτων
δ’ αν σοι δοκή τι πιθανόν είναι των ειρημένων [από αυτά δηλ. που λένε «τινες
των φυσικών», επί την ούτω ταύτα διαταξαμένην του Θεού σοφίαν μετάθες το θαύμα.
Ου γαρ ελαττούται επί τοις μεγίστοις έκπληξις, επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται
τι των παραδόξων εξευρεθή· ει δε μη αλλά το γε απλούν της πίστεως ισχυρότερον
έστω των λογικών αποδείξεων».
Το
οποίο σημαίνει:
«Εάν
δε νομίζης ότι κάποιο εξ αυτών, που λέγουν οι φυσικοί, είναι πιθανόν, μετάθεσε
τον θαυμασμόν σου προς την σοφίαν του θεού, η οποία τοιουτοτρόπως τα εκανόνισε.
Διότι δεν ελαττούται η έκπληξις δια τα μέγιστα, όταν ανακαλυφθή ο τρόπος καθ’
ον γίνεται τι εκ των παραδόξων. Ειδεμή η απλότης της πίστεως ας είναι
ισχυροτέρα των λογικών αποδείξεων».
Στην
ανάλυσή μας επάνω στο εδάφιο αυτό, θεωρήσαμε καλό να ξεκινήσουμε από την
τελευταία φράση, η οποία έχει τύχει ποικίλης αντιμετώπισης: «το γε απλούν της
πίστεως ισχυρότερον έστω των λογικών αποδείξεων».
Είναι
αλήθεια ότι η φράση αυτή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για
όποιες αντιδράσεις πιστών κατά επιστημονικών θεωριών, κάποιες φορές
εκλαμβάνεται με έναν τρόπο που πιστεύουμε ότι υποβιβάζει το πνεύμα αυτού του
σπουδαίου Πατέρα της Εκκλησίας. Το νόημα που μερικές φορές της δίδεται, είναι
κάτι σαν: «από τα πορίσματα της επιστήμης, εσείς να αποδεχτείτε μόνο εκείνα που
συμβαδίζουν με την πίστη σας».
Η
ερμηνεία αυτή, φαίνεται να δίνει ένα φτωχό περιεχόμενο σε όλο το εδάφιο, το
οποίο πλέον, μοιάζει με συμβουλή του στιλ: «αν η βαρύτητα θεωρείτε ότι
εναντιώνεται στην πίστη σας, εσείς θα λέτε ότι δεν υπάρχει βαρύτητα» (ή ότι η
γη είναι επίπεδη κ.λπ. κ.λπ.)!
Αν
όμως ο Μ. Βασίλειος ήθελε να δώσει αυτό το φτωχό και παράδοξο νόημα στο εδάφιό
του, τότε δεν θα ήταν τόσο απόλυτος λέγοντας:
«ΔΕΝ
ΕΛΑΤΤΟΥΤΑΙ η έκπληξις διά τα μέγιστα, ΟΤΑΝ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗ ο τρόπος καθ’ ον γίνεται
τι εκ των παραδόξων».
Αυτή
είναι μια θέση που διατυπώνεται ευθέως και με σαφήνεια από τον Μ. Βασίλειο, και
δεν εμπεριέχει κανέναν ελιγμό: μας λέει ξεκάθαρα ότι κανένα απολύτως δεδομένο, σημερινό
ή μελλοντικό, επιστημονικά ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΟ δεν έχει τη δύναμη να μας οδηγήσει
μακριά από τον θαυμασμό μας για τη σοφία του Θεού (επισημαίνουμε το «αποδεδειγμένο»,
διότι ο Μ. Βασίλειος μιλάει για πράγματα που έχουν «εξευρεθή» και όχι για όσα
δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμα. Και αυτά όμως, όταν και ΑΝ, πράγματι «εξευρεθούν»,
μπορούμε επίσης να τα αποδεχτούμε).
Αυτό
σημαίνει ότι άσχετα με το «πώς» της Δημιουργίας, αυτό που θα παραμένει ως
αιώνια αλήθεια και σύμφωνο με τα δεδομένα της θείας αποκάλυψης, είναι το «ποιος»,
το οποίο θα συνδέεται πάντα με τον Ένα και Τριαδικό Θεό.
Δεν
υπάρχουν λοιπόν τα περιθώρια για αλλοίωση των λόγων του Μ. Βασιλείου. Άλλωστε
λίγο παρακάτω μας λέει πάλι ο ίδιος, ότι η Γραφή «παρέλειψε να αναφέρη πολλά»
σχετικά με τη Δημιουργία. Αυτό όμως δεν έγινε για να καθίσουμε εμείς άπραγοι
και παθητικοί, αλλά για να ασχοληθούμε με όσα είναι δυνατόν να βρούμε.
Διότι η Γραφή - λέει ο Μ. Βασίλειος- «τα παρέλειψε […] διά να εξασκή τον νουν
μας προς επιμέλειαν, εκ των ολίγων αφορμών παρέχουσα έδαφος να σκεπτώμεθα
έπειτα και διά τα υπόλοιπα».
Κατά
συνέπεια, με τη φράση «ειδεμή η απλότης της πίστεως ας είναι ισχυροτέρα…», όπως
γράφει ο καθ. Νίκος Ματσούκας, «ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει το γεγονός ότι υπάρχει
περίπτωση να μη γνωρίζεται ο τρόπος με τον οποίο έγιναν τα παράδοξα. Τότε
μπροστά σ’ αυτή την κατά φύση οριακή κατάσταση, η απλότητα της πίστης είναι
ισχυρότερη από τις λογικές αποδείξεις».
Και
συνεχίζει:
«Αναφερόμενος
ο Μ. Βασίλειος στην επιστημονική άποψη του Αναξίμανδρου για τη γη ως μετέωρη
και ακίνητη, λέει στο ακροατήριο του ότι μπορεί τούτο να είναι πιθανό, και τότε
την τάξη αυτή θα έχει πραγματώσει η σοφία του Θεού. Αλλά δεν ελαττώνεται ο
θαυμασμός μας για τα μεγαλεία του Θεού, όταν βρούμε τον τρόπο με τον οποίο
έγιναν όλα αυτά τα θαυμαστά. Ειδάλλως η απλή πίστη είναι ισχυρότερη από τις
λογικές αποδείξεις. Εδώ ο Μ. Βασίλειος διακρίνει το ‘ποιος’ της δημιουργίας από
το ‘πώς’. Το δεύτερο ανήκει στην επιστήμη, και όταν υπάρχει μπορούμε να το
αποδεχτούμε».
Ακολουθώντας
την ερμηνεία αυτή, μπορούμε να κατανοήσουμε και τη φράση του Μ. Βασιλείου, «εάν
δε νομίζης ότι κάποιο εξ αυτών, που λέγουν οι φυσικοί, είναι πιθανόν».
Καταρχάς,
όταν ο Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεί τη λέξη «πιθανόν» και επικαλείται την απλότητα
της πίστεως, αναφέρεται σε πράγματα που είναι ακόμα συγκεχυμένα και θεωρίες που
αλληλο-καταρίπτονται και άρα η επιστήμη δεν έχει οριστική απάντηση γι’ αυτά:
«Τα ίδια δε αυτά δυνάμεθα να είπωμεν και περί του ουρανού, ότι πολλά και
συγκεχυμένα συγγράμματα συνεγράφησαν υπό των σοφών του κόσμου περί της φύσεως
του ουρανού. Και άλλοι μεν έχουν ειπεί [...] Άλλοι δε περιφρονούντες ταύτα ως
απίθανα [...] Ημείς, λοιπόν, αφίνοντες εκείνους να καταρρίπτη ο ένας τας
θεωρίας του άλλου», ας μείνουμε στο γεγονός ότι «εποίησεν ο θεός τον ουρανόν
και την γην».
Κατά
συνέπεια, πουθενά δεν προτείνει μια αυθαίρετη επιλογή όπου ο καθένας μας
σύμφωνα με το τι νομίζει «πιθανό» αποφασίζει με το «έτσι θέλω» ποια
επιστημονικά πορίσματα είναι σωστά.
Επιπλέον,
στην εποχή του Μ. Βασιλείου, η φιλοσοφία, η επιστήμη και οι διάφορες
κοσμοθεωρίες, συχνά βρίσκονταν να περιπλέκονται σε ένα ενιαίο έργο των λογίων
της εποχής (π.χ. Νεοπλατωνικοί) αλλά και των παλαιοτέρων φιλοσόφων.
Δηλαδή,
ένα κομμάτι της φιλοσοφίας την εποχή εκείνη, ήταν και η φυσική επιστήμη (που
σήμερα είναι εντελώς αυτόνομη), η οποία πολλές φορές εμφάνιζε κάποια
συμπεράσματα ως αποτέλεσμα μιας συλλογιστικής και όχι ως αποτέλεσμα σαφούς
αποδείξεως με την αξία που έχει σήμερα μια εργαστηριακή απόδειξη.
Όταν
λοιπόν κάποιοι φιλόσοφοι/επιστήμονες της εποχής έλεγαν π.χ. ότι η ύλη ήταν
αδημιούργητη, αυτό λεγόταν όχι επειδή μπορούσε πραγματικά να αποδειχτεί, αλλά
επειδή αποτελούσε μέρος της τότε φιλοσοφικο-θρησκευτικής κοσμοθεωρίας. Το
αδημιούργητο της ύλης δεν μπορεί ούτε καν σήμερα να αποδειχθεί και βεβαίως,
είναι αδύνατο να αποκλείσει κάποιος τον Δημιουργό, όταν πιστεύουμε ότι είναι
μιας άλλης φύσης και ουσίας από αυτή του κόσμου μας και έτσι είναι αδύνατο να
εντοπίσει κάποιος σε ένα εργαστήριο την παρουσία Του και τον ρόλο Του σε όλο
αυτό το θαύμα.
Άρα,
μια θεωρία που μπορεί να εμφανιστεί περί αδημιούργητης ύλης και ανυπαρξίας του
Θεού (έτσι όπως τον κατανοεί η Εκκλησιαστική πίστη), για εμάς σήμερα θα πρέπει
να θεωρείται υπέρβαση του ρόλου της επιστήμης. Στην εποχή του Μ. Βασιλείου
όμως, ο φιλόσοφος-επιστήμονας μπορούσε να διατυπώσει τέτοιες θεωρίες.
Αναφερόταν λοιπόν και σε αυτούς, όταν έλεγε, «εάν δε νομίζης ότι κάποιο εξ
αυτών, που λέγουν οι φυσικοί, είναι πιθανόν».
Αν
λοιπόν «οι φυσικοί» δηλ. οι επιστήμονες, μιλήσουν για ανυπαρξία του Θεού, εμείς
γνωρίζουμε δεν «είναι πιθανόν» να γνωρίζουν κάτι τέτοιο, διότι δεν εντάσσεται
στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους.
Κατά
συνέπεια, εδώ υπάρχει μια νοητή γραμμή η οποία υποδεικνύει ένα αδιαπέραστο όριο
για τη φυσική επιστήμη και θα πρέπει αυτό να το επισημάνουμε και να το
διαχωρίσουμε. Σε αυτό ακριβώς το σημείο της υπέρβασης, θα μιλήσει «η απλότητα
της πίστης». Όποιος μιλά για ανυπαρξία του Θεού μπορεί να κρατήσει τις απόψεις
του, και εμείς όμως μπορούμε να κρατήσουμε την πίστη που μας παραδόθηκε μέσα
από όσα βίωσε και είδε με τα μάτια της η πρώτη Εκκλησία.
Αν
όμως, αυτό που λένε «οι φυσικοί» δηλ. οι επιστήμονες, «είναι πιθανόν», δηλ.
βρίσκεται μέσα στα πραγματικά πλαίσια της επιστήμης τους, εμείς μπορούμε να το
δεχόμαστε, και για όλα όσα μαθαίνουμε για το «πώς» της Δημιουργίας, να μεταθέτουμε
τον θαυμασμό μας «προς την σοφίαν του Θεού».
Με
τον τρόπο αυτό ο Μ. Βασίλειος διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις που ανέπτυξε ο
δυτικός σχολαστικισμός, ο οποίος προσπάθησε να εντάξει τον Θεό σε μια συζήτηση
περί επιστημονικών επιχειρημάτων. Είναι χαρακτηριστικό για να κατανοήσουμε τη
διαφορά στην αντίληψη Πατέρων και σχολαστικών, ότι οι τελευταίοι, «επιχείρησαν
με βάση την αριστοτελική φιλοσοφία ως προς τη σχέση ύλης και είδους να
εξηγήσουν τον τρόπο της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του
Χριστού», πράγμα που ουδέποτε απασχόλησε τους πατέρες της Εκκλησίας.
Ο
Θεός των «κενών»
Ως
συνέχεια του σχολαστικισμού, η απολογητική γραμμή που ακολούθησαν οι δυτικοί
θεολόγοι από τον 18ο αιώνα και εξής, ενέπλεξε τη θεολογία τους σε ένα αδιέξοδο
(όπως και κάποιων Ορθοδόξων που επηρεάστηκαν από αυτούς). Για κάθε τι που δεν
γνώριζε (ακόμα) η επιστήμη, φρόντιζαν οι θεολόγοι να ορίζουν ως άμεση αιτία τον
Θεό για να καταφέρουν μια άμεση απάντηση στην πίεση των άθεων. Αυτό όμως τελικά
ήταν κάτι που έβλαψε την πίστη των ανθρώπων: διότι, όταν κάποια στιγμή η
επιστήμη κατέκτησε αυτό που μέχρι τότε ήταν κενό γνώσης, αυτομάτως ο Θεός
«εξορίστηκε» από αυτό, και «τοποθετήθηκε» στο αμέσως επόμενο κενό που είχε τότε
η γνώση της επιστήμης.
Αυτό
όμως δεν μπορεί να συνεχίζεται αιώνια. Δημιουργεί προφανείς και εύλογες
αμφιβολίες στον άνθρωπο, ότι τελικά ο Θεός ίσως και να μην βρίσκεται πουθενά.
Οι
Πατέρες της Εκκλησίας είχαν διδάξει ξεκάθαρα ότι άλλο οι φυσικοί νόμοι και άλλο
ο Δημιουργός ο οποίος είναι αδύνατο να ερευνηθεί και να μελετηθεί από την
επιστήμη. Είχαν επίσης διδάξει ότι τα πάντα στη Δημιουργία είναι υπό την
επιστασία Του με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να τον γνωρίζουμε και δεν πίστευαν
σε έναν Θεό των «κενών» αλλά στην καθολικότητα της «πανταχού» παρουσίας Του. Οι
δυτικοί όμως θεολόγοι από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά, κινούμενοι
αντίθετα από τους Πατέρες της Εκκλησίας, επικαλούνταν όσα πορίσματα της
επιστήμης θεωρούσαν ευνοϊκά για την πίστη ως «απάντηση» στους άθεους. Έτσι
όμως, κατά έναν επιπόλαιο τρόπο, αναγνώριζαν δικαιοδοσία στην επιστημονική
γνώση να χρησιμοποιήσει τα δικά της μέτρα και σταθμά για να δικαιώσει ή όχι την
πίστη! Και φυσικά, το χειρότερο όλων ήταν ότι σε αντίθεση με την πανταχού
παρουσία του Θεού της Ορθόδοξης θεολογίας, μετέβαλλαν την πίστη και την ύπαρξη
του Θεού σε ένα …συμπλήρωμα της επιστημονικής γνώσης!
Αυτή
την θεολογία που έκρυβε τελικά τεράστιες παγίδες, περιγράφει με εξαιρετικό
τρόπο στο βιβλίο του ο Francis S. Collins, ένας εξέχων επιστήμονας, επικεφαλής
του προγράμματος Human Genome Project (Σχέδιο Ανθρώπινου Γονιδιώματος).
Μας
έκανε ιδιαίτερη εντύπωση πόσο κοντά κινείται ένας σημερινός, δυτικός
επιστήμονας, σε όσα είπε ο Μ. Βασίλειος πριν από 16 αιώνες!
Όπως
λοιπόν ο Μ. Βασίλειος μας διδάσκει πως «όταν ανακαλυφθή ο τρόπος καθ’ ον
γίνεται τι εκ των παραδόξων», εσύ «μετάθεσε τον θαυμασμόν σου προς την σοφίαν
του θεού», ο Francis Collins, 16 αιώνες μετά, γράφει:
«Για
μένα δεν υπάρχει ίχνος απογοήτευσης από αυτές τις ανακαλύψεις για τη φύση της
ζωής -το αντίθετο! Πόσο θαυμάσια και περίπλοκη ανακαλύπτεται να είναι η ζωή!
Πόσο βαθιά ικανοποιητική είναι η ψηφιακή κομψότητα του DNA! Πόσο αισθητικά
γοητευτικά και αρτιστικά υπέροχα είναι τα συστατικά των ζώντων οργανισμών, από
το ριβόσωμα που μεταφράζει το RNA σε πρωτεΐνη, στη μεταμόρφωση της κάμπιας σε
πεταλούδα, στο μυθικό φτέρωμα του παγωνιού που προσελκύει το ταίρι του. Η
εξέλιξη ως μηχανισμός, μπορεί και πρέπει να είναι αληθινή. Αλλά αυτό δε λέει
τίποτα για τη φύση του Ποιητού. Γι' αυτούς που πιστεύουν στο Θεό, αυτοί είναι
λόγοι για να αισθανθούν περισσότερο δέος, όχι λιγότερο».
Οι
Πατέρες λοιπόν της Εκκλησίας, ως αυθεντικοί εκφραστές της Εκκλησιαστικής
Θεολογίας, αποτελούν ασφαλείς οδηγούς για την ουσία και τον σκοπό της
Εκκλησιαστικής πίστης, η οποία, σίγουρα, δεν έχει ως σκοπό να μπει εμπόδιο στην
επιστημονική έρευνα (θυμίζουμε ότι άλλο είναι η καθαρή «επιστημονική έρευνα»
και άλλο η αποδοχή των εφαρμογών ή ιδεολογιών που προτείνουν κάποιοι,
βασιζόμενοι στα πορίσματα της επιστήμης).
Άλλωστε,
η Εκκλησιαστική πίστη δεν αποτελεί κάποια «αντιπρόταση» προς την επιστημονική
έρευνα, και όπως σημειώνει ο καθ. Γεώργιος Πατρώνος, η «εικονογραφία και […] υμνολογία
της [Εκκλησίας], προτιμά να βλέπει τον Μωυσή, τον ιερό συγγραφέα του βιβλίου
της Γένεσης, περισσότερο ως προφήτη, ως αρχιερέα και ποιμένα, παρά ως ιστορικό
συγγραφέα, με τη σημερινή κοσμική έννοια, ή ως θεωρητικό διερευνητή του
προβλήματος της δημιουργίας».
Η
ίδια λοιπόν η θεολογική έκφραση της Ορθοδοξίας μέσα από την υμνογραφία και
αγιογραφία της, διαψεύδει την πορεία της δυτικής θεολογίας, η οποία προσπάθησε
αυθαίρετα, να μετατρέψει σε επιστημονικά εγχειρίδια τα ιερά κείμενα, μοναδικός
σκοπός των οποίων είναι να μεταδώσουν σωτηριώδεις, ηθικοδογματικές αλήθειες και
την ακλόνητη πεποίθηση για έναν Θεό «ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων
και αοράτων».
πηγή:εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.