Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Ασώτου στεναγμοί.




Πατέρα μου, γαπημένε μου, γλυκέ μου Πατέρα,
Σο γράφω ατ τ γράμμα π τν ἀὐτοεξορία μου, π τν χώρα τς μαρτίας μου, χοντας δίπλα μου τν παρέα τν χοίρων παθν. Πειν, Πατέρα μου, γιατ τ ξυλοκέρατα τς πικρς κα φήμερης δονς δν μ χορταίνουν· κανοποιον προσωριν κα γι λίγη ρα τ ασθημα τς πείνας μου. Θυμμαι, Πατέρα μου γλυκύτατε, τ πλούσια γεύματα στ σπίτι μας, τότε πο περίσπαστος ζοσα κοντά Σου κα χαιρόμουν σν μικρ παιδί, ταν μ παιρνες στν ζεστή Σου γκαλιά.  

λλ’ σο περίσπαστος κι ν μουν κοντά Σου, τόσο περίσκεπτος ποδείχθηκα μακρυά Σου. Μ θάμπωσε γωϊσμός, μ σαγήνευσε φαντασία, μ νίκησε τ πεσμα μου, γιατ νόμιζα πς π πεσμα μ κρατοσες στ σπίτι. Μ εχες ρχοντα κα δν μ μπόδισες φρονα. Μο τοίμαζες πλούσια κληρονομιά, μως γ βιάστηκα ν τν οκειοποιηθ· βιάστηκα ν κρατήσω γι μένα κα μόνον γι μένα τ δικά Σου γαθά, χωρς ν νοιάζομαι γι τν δική Σου πόλαυση. Σο ζήτησα ατ πο νόμιζα πς μο ναλογοσε, πειδ σ σουν πάντοτε γενναιόδωρος, παίτησα μλλον ατ πο ποτ δν κοπίασα ν ποκτήσω, ατ πο μο ποσχέθηκες, δίχως ν χς τν παραμικρ ποχρέωση πέναντί μου. Κι μως δν ρνήθηκες ν μο τ χαρίσς, διότι μ γάπησες παραπάνω κα π ατ πο μο χάρισες, διότι γάπη Σου ταν τέτοια πο δν νέχθηκε οτε κατ’ λάχιστον ν μ κρατήσ σκλάβο της.
Πατέρα μου πολυπόθητε. Κλαίω π συγκίνηση γι τ μεγαλεο τς καρδις Σου, κλαίω π πίκρα γι τν μικρότητα τς ψυχς μου. Εμαι τόσο λίγος, τόσο νόητος, τόσο ταλαίπωρος πο ταλαιπώρησα τ μάτια Σου. Ναί! Εμαι σίγουρος τι πολ ταλαιπώρησα ατ τ μάτια, τ γεμάτα συμπάθεια κα εσπλαχνία, κα τ κανα ν κλανε νύχτα κα μέρα γι τν πομάκρυνσή μου· τ κανα ν περιμένουν νοιχτ λο τ εκοσιτετράωρο στ κατώφλι το σπιτιο μας, περιμένοντας ν μ δον ν πιστρέφω πίσω. Ναι, Πατέρα μου. Τ ξέρω τι π τότε πο φυγα, στέκεσαι στ κατώφλι το σπιτιο, λαχταρώντας τν σωτο γιό Σου.
Σ ξέρω καλ κα μ ξέρεις καλύτερα. Δν ποθέτω τι δν χεις διάθεση ν φς, γιατ εμαι κα γι’ ατ σίγουρος. Πεινς μαζί μου κα χρόνος κυλ ες βάρος τς γείας κα τν δυό μας. λλ ξέρεις κάτι, Πατέρα μου γλυκύτατε; γ τουλάχιστον, π τότε πο φυγα, φαγα κα πια κα διασκέδασα κα πόλαυσα. Τώρα πεινάω· πρν δν πεινοσα, γιατ μο δωσες μ πλοχερι τν μισ περιουσία Σου. ν σύ, π τότε πο σ γκατέλειψα, δν βαλες μπουκι στ στόμα. Σ ξέρω καλά, Πατέρα. Κα ξέρω τι σ μο συμπεριφέρθηκες ς Πατέρας κι γ Σο συμπεριφέρθηκα ς τέρας. Σ ποτίμησα· μ περτίμησες. Σ περιφρόνησα· μ περιέθαλψες. Πόσο μεγάλη γάπη Σου!
Δν τολμ ν π πς εμαι γιός Σου. Πρόδωσα τν υότητα κα σο πλήγωσα τν Πατρότητα. μάρτησα στν οραν κα νώπιόν Σου κα δν εμαι ξιος ν ποκαλομαι γιός Σου. Θέλω ν γυρίσω πίσω, ν πέσω στ γόνατα, ν προσκυνήσω τ πόδια Σου κα ν Σ παρακαλέσω ν μ δεχθς ς ργάτη, ς δολο, μήπως τσι Σο ξεπληρώσω μ τν ργασία ατ πο Σο πρα κα κατεσπατάλησα μ τς κακς παρέες. Ναί, ταν κακς ο παρέες, τ μολογ· διότι στς δύσκολες στιγμές, ταν τελείωσαν τ χρήματα, λοι μ γκατέλειψαν, λοι μ γνόησαν, κόμη κι κενες πο προσεποιοντο τς ρωτευμένες. Σ παρακαλ, δέξου με κα πάλι, κα δσε μου τν εκαιρία ν Σο ξεπληρώσω στ κέραιο σα Σο ξόδεψα κα κόμη Σο νήκουν. Θ ργαστ μ συνέπεια π τς Πατρικς προσταγές Σου. Δν χω πλέον παιτήσεις. Οτε τν πρώτη στολή σου ν φορέσς θέλω, ταν μ δς, οτε τ χρυσό σου δαχτυλίδι, οτε τ καλά κα κριβά Σου ποδήματα. Θ εμαι κάτω π’ λους, κάτω π τν γαπημένο μου μεγάλο δελφό, ατν πο ποτ δν παρέβη τς ντολές Σου, ατν πο εναι πάντοτε δίπλα Σου, ατν πο ποτ δν Σο ζήτησε οτε να ρίφιο, γι ν τ συμφάγ μ τος φίλους του. γ σο ζήτησα κάποτε πολλά, τόσα, πο δικαιολογημένα θ μπορς ν μο ρνηθς κα μία τελευταία χάρη, ν μ δεχθς πίσω στν γκαλιά Σου.
Πάτερ γαθέ! Μακρυά Σου γινα σωτος, μακρυά Σου δν σώζομαι. Γι’ ατ κι γώ «ναστάς, πορεύσομαι πρς Σέ», γι ν δς τν μπρακτη μετάνοιά μου, γι ν δς τι συγγνώμη πο θ Σο ζητήσω θα εναι ληθινή, γι ν Σο δώσω λο τ δικαίωμα ν περάσς στν τράχηλό μου τν δίκαιο ζυγ τς κδούλευσής Σου· «ναστάς, πορεύσομαι πρς Σέ», γιατ δν ντέχω πλέον στ σκέψη τι μ περιμένς ρθιος κα ξάγρυπνος στν πόρτα το σπιτιο μας.

σωτος υός Σου

π. Στυλιανός Μακρής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...